1/3/24

Ομαδικά πορτρέτα-2: Ρέμπραντ

"Νυχτερινή Περίπολος", 1642, του Ρέμπραντ (1606-1669)
The Night Watch - Rembrandt van Rijn



Ανήκει στη σειρά πινάκων 'Πολιτοφυλακές' - Militia Companies, όπου συμμετείχαν επιφανείς πολίτες με σημαντική οικονομική επιφάνεια, οι οποίοι θεωρούσαν ως αναγκαιότητα να περιφρουρούν την πόλη τους, το Άμστερνταμ, από την παραβατικότητα. 

Ο σημαντικότερος πίνακας της σειράς είναι αυτός του Ρέμπραντ, ο οποίος φυλασσόταν σε αίθουσα συνεδριάσεων του Δημαρχείου του Άμστερνταμ. Για να χωρέσει όμως στην αίθουσα, λόγω των τεράστιων διαστάσεων, ο πίνακας κόπηκε απ' όλες τις πλευρές του, το 1715 (όπως φαίνεται με τα άσπρα πλαίσια, από αντίγραφο του 17ου αι., που έφτιαξε ο Χέρριτ Λούντενς και βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου). 

Επί μεγάλο χρονικό διάστημα, το έργο ήταν καλυμμένο με σκούρο βερνίκι, το οποίο του έδινε την εσφαλμένη εντύπωση ότι απεικόνιζε μια νυχτερινή σκηνή, γεγονός που οδήγησε στην απόδοση του ονόματος με το οποίο είναι κοινά γνωστό σήμερα. Στην πραγματικότητα, ο πίνακας αποδίδει σκηνή κατά το λυκαυγές. Το βερνίκι αυτό αφαιρέθηκε κατά τη δεκαετία του 1940. 

Ο πίνακας ήταν παραγγελία του επικεφαλής της πολιτοφυλακής, λοχαγού Frans Banninck Cocq και του υπολοχαγού του, Willem van Ruytenburch (οι δύο σε πρώτο πλάνο) καθώς και 17 μέλη της πολιτοφυλακής, τα οποία πλήρωσαν περί τα 100 χρυσά νομίσματα έκαστος, ένα μεγάλο ποσό εκείνη την εποχή. Τη σημαία της φρουράς κρατά ο Jan Visscher Cornelissen.

Το έργο ολοκληρώθηκε με όσα κομμάτια του έλειπαν, χάρη σε εξελιγμένα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, η οποία ανέλαβε το έργο του ζωγράφου. Δίνοντας στοιχεία όπως το στυλ, τα χρώματα, το ύφος, οι αναλογίες και φυσικά το ίδιο το έργο, το σύστημα τεχνητής νοημοσύνης κατάφερε να αναδημιουργήσει τα κομμένα κομμάτια του καμβά. 





Έκπληξη: η Πολιτοφυλακή επί τω έργω





3/2/24

Ομαδικά πορτρέτα-1: G.Courbet - Κ. Μαλάμος


  
Gustave Courbert                  Κώστας Μαλάμος 
(1819-1877)                         (1913-2007)
 
Ίδιο σκηνικό - διαφορετικά επώνυμα πρόσωπα 
Δύο πίνακες με διαφορά 135 χρόνων
(κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

Ι.
Το γαλλικό πρωτότυπο...

"Το εργαστήρι του ζωγράφου", 1855, Gustave Courbet 
Υπότιτλος: "Πραγματική αλληγορία που καθορίζει μια φάση επτά ετών 
της καλλιτεχνικής και ηθικής μου ζωής"

"Είναι όλος ο κόσμος που έρχεται σε μένα να τον ζωγραφίσω. Στα δεξιά, όλοι οι μέτοχοι, με αυτό εννοώ φίλους, συναδέλφους, φιλότεχνους. Αριστερά είναι ο άλλος κόσμος της καθημερινότητας, οι μάζες, η εξαθλίωση, η φτώχεια, ο πλούτος, οι εκμεταλλευόμενοι και οι εκμεταλλευτές, άνθρωποι που ζουν από το θάνατο" - G.C.

Στο αλληγορικό έργο, κάθε φιγούρα -αληθινή κι αναγνωρίσιμη- 
αντιπροσωπεύει μια ξεχωριστή αξία

  

Αριστερά, η 'τετριμμένη ζωή', η πηγή έμπνευσης του ζωγράφου: ο κόσμος της καθημερινότητας, απλοί άνθρωποι, ζητιάνοι, παρίες της κοινωνίας μαζί με αργυραμοιβούς, εμπόρους, συναλλασσόμενους ή εκμεταλλευτές της δυστυχίας των άλλων. 

Δεξιά, όλοι όσοι τον τροφοδοτούν πνευματικά ή υλικά: οι συνοδοιπόροι φίλοι του -συγγραφείς, ποιητές, φιλόσοφοι- οι συλλέκτες και λάτρεις του χώρου της τέχνης: ο φιλόσοφος Pierre-Joseph Proudhon, ο Buchon, Cuenot, ο ποιητής Charles Baudelaire με το βιβλίο ανά χείρας ενώ στον τοίχο δεξιά του βρίσκεται η μούσα του, Jeanne Duval, σαν μια μακρινή ανάμνηση μετά τον χωρισμό τους, ο κριτικός τέχνης Champfleury καθήμενος στο σκαμνί, ο γενειοφόρος προστάτης του ζωγράφου Alfred Bruyas, ένα ζευγάρι φιλότεχνων, και κοντά στο παράθυρο, δύο εραστές που αντιπροσωπεύουν την ελεύθερη αγάπη.

Στο κέντρο, δεσπόζει καθιστός ο ζωγράφος με έναν πίνακα που παραπέμπει στον γενέθλιο τόπο του. Ενώ η γυμνή φιγούρα εκπροσωπεί την Αλήθεια. Ποια αλήθεια; 
Ο Courbet ήταν υπέρμαχος του νέου καλλιτεχνικού ρεύματος -του Ρεαλισμού- στα μέσα του 19ου αι., το οποίο απορρίπτει τον αισθηματισμό του Ρομαντισμού επιδιώκοντας να ξανα-απεικονίσει τη ζωή με ρεαλιστικό τρόπο. Ένα ανθρώπινο κρανίο, ο νεκροθάφτης, μια ανδρική πόζα, ένα στιλέτο, μια κιθάρα, ένα καπέλο, μια εφημερίδα της εποχής... στοιχεία που, με πνεύμα πρόκλησης, χαρακτηρίζουν τον θάνατο του ακαδημαϊσμού στη ζωγραφική. Γι αυτό και ο πίνακάς του απορρίφθηκε από την Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1855, αφού τοποθετήθηκε ενάντια στα πρότυπα της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. 


ΙΙ.
Η ελληνική παραλλαγή...

"Ομαδική προσωπογραφία", 1989, Κώστας Μαλάμος 

Η παραλλαγή στο έργο 'Ατελιέ' του Κουρμπέ, όπου τα πρόσωπα αντικαταστάθηκαν από καλλιτέχνες που σπούδαζαν στην Α.Σ.Κ.Τ. (Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) κατά τη δεκαετία του '30. Δεν έχει την έννοια κάποιας αξιολόγησης. Όπως είναι φανερό, απουσιάζουν από το έργο συνάδελφοι, που είναι το ίδιο άξιοι και αγαπητοί και που απαραίτητα θα έπρεπε να συμπεριληφθούν σε αυτό. Η χρησιμοποίηση, όμως, του σκηνικού του Κουρμπέ είναι δεσμευτική για τον αριθμό. Οι έντονες μνήμες της όμορφης εκείνης εποχής, με οδήγησαν στη φιλοτέχνηση αυτού του ομαδικού πορτρέτου” - Κ.Μ.

Κάθε φιγούρα είναι αναγνωρίσιμη
Από αριστερά
1. Μέμος Μακρής, Βάλιας Σεμερτζίδης, Αλεβίζος Τάσσος, Γιάννης Σπυρόπουλος (καθήμενος)
2. Όρθιοι: Κώστας Γραμματόπουλος, Τηλέμαχος Κάνθος, Γιώργος Μανουσάκης και καθήμενοι: Γιώργος Σικελιώτης, Νίκος Νικολάου, Ιωάννα Μητσέα-Μαλάμου
3. Λουκία Μαγγιώργου, Κλέαρχος Λουκόπουλος,  Δημήτρης Μυταράς (καθήμενος)
4. Γιάννης Μόραλης, Γιάννης Τσαρούχης, Διαμαντής Διαμαντόπουλος, Στέφανος Αλμαλιώτης, Βάσω Κατράκη, Νίκη Καραγάτση, Χρήστος Καπράλος (καθήμενος)
5. Χρήστος Δαγκλής, ζεύγος φιλότεχνων, ?, συγγραφέας Δημήτρης Χατζής (με το βιβλίο ανά χείρας)
Στο δάπεδο, η προτομή του Κώστα Μαλάμου διά χειρός Χρήστου Καπράλου 

Η γενιά του '30 σε έναν πίνακα...




Update: ανάλυση των προσώπων
Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου










19/1/24

Μάνες της Κύπρου - Αγλαΐας Παπά

Μάνες της Κύπρου - Αγλαΐας Παπά - αρχείο Γ. Κάρτερ


Αγλαΐα Παπά - διά χειρός Σπύρου Βασιλείου - π.1925

Αγλαΐα Παπά - διά χειρός... Αγλαΐας Παπά - π.1932

Αγλαΐα Παπά - διά χειρός Αγλαΐας Παπά - β' μισό 20ου αι.

Η ζωγράφος Αγλαΐα Παπά... αυτοπροσώπως (12/6/1904 - 12/6/1984)





Κατίνα Παπά, λογοτέχνις - διά χειρός (της αδελφής της) Αγλαΐας Παπά
- β μισό 20ου αι. -

Κατίνα Παπά - σκίτσο διά χειρός Αγλαΐας Παπά

Κατίνα Παπά (υπογραφή εκτός)- διά χειρός Αγλαΐας Παπά (υπογραφή εντός)

Η Κατίνα Παπά... αυτοπροσώπως (1903-1959)




Η ζωγράφος Αγλαΐα Παπά γεννήθηκε στην Κέρκυρα
με καταγωγή από τη Βόρεια Ήπειρο. 
Αδελφή της ήταν η λογοτέχνις Κατίνα Παπά.
Περισσότερα για το έργο της: εδώ 



13/1/24

Η κραυγή...

Edvard Munch (1863-1944) Νορβηγός ζωγράφος

Στα πέντε του χρόνια, πεθαίνει η μητέρα του από φυματίωση αφήνοντας πίσω πέντε ορφανά. Ο πατέρας -στρατιωτικός γιατρός, νοσηρά θρησκόληπτος μέχρι αηδίας και ψυχονευρωτικός- 'απειλούσε' συνεχώς τα παιδιά του ότι σε κάθε αμαρτία τους θα κατέβαινε η μαμά από τον ουρανό να τα επιπλήξει.
Φρικτό! Μετά την απώλεια της μητέρας, να κατατρέχουν τον μικρό Έντουαρτ φαντάσματα και εφιάλτες!

Πεθαίνει η αγαπημένη του αδελφή στα 15 της, ενώ άλλη νοσηλεύεται σε ψυχιατρείο. Πεθαίνει μερικούς μήνες μετά το γάμο του κι ο μοναδικός από τα αδέλφια που παντρεύτηκε. Ο ίδιος ο Έντουαρτ συχνά αρρωσταίνει...  
Από το ημερολόγιό του: κληρονόμησα δύο από τους πιο φοβερούς εχθρούς του ανθρώπινου είδους, την κληρονομιά της φυματίωσης και της παραφροσύνης... οι μαύροι άγγελοι που στάθηκαν στο λίκνο μου...

Πώς να μην ουρλιάξει ο άνθρωπος!!!

Η Κραυγή είναι μια σειρά από εξπρεσιονιστικούς πίνακες του Edvard Munch από το 1893 ως το 1910. Είχε, ωστόσο, προηγηθεί το 1891 ο πίνακας Μελαγχολία, κάτι σαν εισαγωγή της Κραυγής...

Μελαγχολία, 1891


Έτσι περιγράφει ο ίδιος το πώς εμπνεύστηκε την Κραυγή
Περπατούσα στο δρόμο με δυο φίλους – ο ήλιος έπεφτε – ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα – σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στο φράχτη – αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το γαλαζόμαυρο φιόρδ και την πόλη – οι φίλοι μου προχώρησαν, κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία – κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση.

Οι φίλοι προχωρούν, αλλά σκοτεινές σκέψεις τον κρατούν παραπίσω

Σε στιγμή προσωπικής κρίσης απομονώνεται
ενώ οι φίλοι συνεχίζουν αμέριμνοι

Και τότε... βάζει τις φωνές!
Η Κραυγή σε παστέλ το 1893

Η Κραυγή το 1895

Η Κραυγή σε λιθογραφία το 1895


Η Κραυγή του Edvard Munch ερμηνεύτηκε ως το σύμβολο 
της αγωνίας, του φόβου και του άγχους του σύγχρονου ανθρώπου...



10/12/23

Δαβίδ και Γολιάθ στη Μέση Ανατολή


Μια φορά κι έναν καιρό, οι βιβλικοί στρατοί Φιλισταίων και Εβραίων βρέθηκαν αντιμέτωποι, εκεί γύρω στον 11ο αι. π.Χ. Ο γίγαντας πολεμιστής Γολιάθ των μεν, προκαλούσε σε μονομαχία τους δε και τότε ο μικρόσωμος τσοπανάκος Δαβίδ εκ Βηθλεέμ παρατάει τα πρόβατα, και με πέτρα και σφεντόνα βαράει τον Γολιάθ στο κούτελο και τον ρίχνει χάμω. Του κόβει το κεφάλι με το σπαθί και τον αποτελειώνει. Και γίνεται βασιλιάς των Εβραίων...

Και ζήσανε οι μεν καλά κι οι δε... καλύτερα;

Από τότε πέρασαν αιώνες και οι συγκρούσεις στην περιοχή συνεχίζονται... ενώ κατά καιρούς, καλλιτέχνες διαιωνίζουν το γεγονός...


Δαβίδ και Γολιάθ του Osmar Schindler
Γερμανός ζωγράφος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών Δρέσδης
Λιθογραφία, 1888



O Δαβίδ του Michelangelo
Στο ένα χέρι η πέτρα και στο άλλο η σφενδόνα
1501 έως 1503 - εποχή Αναγέννησης
Το άγαλμα παίρνει πόζα κοντραπόστο, δηλ. η ανθρώπινη φιγούρα στέκεται με το μεγαλύτερο μέρος του βάρους της στο ένα πόδι, έτσι ώστε ο κορμός να περιστρέφεται γύρω από τον ίδιο άξονα με τα πόδια αλλά σε διαφορετικό πλάνο.



Ο Δαβίδ του Lorenzo Bernini
έτοιμος να εκσφενδονίσει την πέτρα
1623 έως 1624 - εποχή Μπαρόκ
Δυναμική - ψυχική ένταση - κίνηση



Ο Δαβίδ με το κεφάλι του Γολιάθ του Caravaggio
Ελαιογραφία c.1610 - εποχή Μπαρόκ
Η φρίκη... με την τεχνική του κιαροσκούρου, δηλ. τη χρήση φωτοσκιάσεων και φωτεινών αντιθέσεων, χαρακτηριστικό του Καραβάτζιο  



13/8/23

Το ψοφίμι




Παρακαλῶ, κύριε ἀστυφύλακα· ἐδῶ ἀπάνω, στὸ φράχτη, κοντὰ στὸν δρόμο, ἔχουν ρίψει ἕνα ψοφίμι, ἕνα μεγάλο σκυλί… Μὲ τέτοια ζέστη, Ἰούλιον μῆνα… Θὰ μᾶς κολλήσῃ πανούκλα ὅλους ἐδῶ… Ἴσα-ἴσα στὸ ψήλωμα, ἐδῶ, ποὺ εἶν᾿ ἐξοχικὸ μέρος… ὅπου ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι νὰ πάρουν λίγον ἀέρα καθαρόν.

Ὁ ὁμιλῶν ―ὁ κύριος Α.― ἦτο παχύμισθος ὑπάλληλος τῆς Κυβερνήσεως. Τὸ δημόσιον τοῦ ἔδιδε, διὰ τὰς ἐκδουλεύσεις του, ὑπὲρ τὰς τριακοσίας δραχμὰς τὸν μῆνα. Ἀλλὰ τὰς δραχμὰς αὐτὰς τὰς ἐθεώρει ὡς ἱερὰς καὶ δὲν ἀπεφάσιζε ν᾿ ἀποκόψῃ λεπτὰ δι᾿ ἕνα πτωχὸν λοῦστρον, ὅπως σκάψῃ λάκκον καὶ θάψῃ τὸ ψοφίμι. Τοιαύτη θυσία θὰ τοῦ ἐφαίνετο ἴσως μᾶλλον ἱεροσυλία. Ἡ δὲ οἰκία του ἔκειτο πλησιέστατα ἐκεῖ, καὶ ἦτο ὁ πρῶτος ἐνδιαφερόμενος.

Ὅθεν ἀπηυθύνθη εἰς τὸν ὑπ᾿ ἀριθ. 3 χιλιάδας τόσα ἀστυφύλακα. Ὁ ἀστυφύλαξ ἐφόρει λευκά, κ᾿ ἐσύχναζεν εἰς τὸ ἐγγὺς καφενεδάκι. Ἀπήντησε δὲ λίαν προθύμως καὶ φιλοφρόνως:
Μάλιστα· τώρα, νὰ ποῦμε εἰς ἕνα ἀστυφύλακα ―μπορῶ νὰ πάω κ᾿ ἐγώ― νὰ πάρῃ κ᾿ ἕνα σκουπιδιάρη, νὰ πᾶν νὰ τὸ πετάξουν ἀποκεῖ.
Κ᾿ ἐκάθισε στὸ καφενεδάκι, διὰ νὰ διαβάσῃ τὰ νέα τῆς ἡμέρας.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ κύριος Α. ἀπηυθύνθη, ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ καφετζῆ, πρὸς τὸν ὑπάλληλον τοῦ καφενείου, καὶ τοῦ εἶπε:
Δὲν σᾶς ἦρθε σᾶς ἡ βρώμα;… Εἰπὲ τοῦ κὺρ Τάσου (τὸ ὄνομα τοῦ καφετζῆ) νὰ λάβῃ τὰ μέτρα του… διὰ νὰ μὴν ἀρρωστήσῃ ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος ποὺ ἔρχεται νὰ πάρῃ τὸν ἀέρα του ἐδῶ ἐπάνω.
Ὁ μικρὸς ὑπάλληλος ἔσεισε τὴν κεφαλήν, ὡς νὰ ἦθελε νὰ εἴπῃ:
«Δὲν βαριέσθε: Καὶ ποιὸς θὰ φροντίσῃ; Ὅ,τι ἐφροντίσατε σεῖς, ὁ πρῶτος ποὺ ἀνεκαλύψατε αὐτὸ τὸ σπάνιον φαινόμενον».
*
Ὁ ἀστυφύλαξ, ὡς νὰ ἐκεντρίσθηκε ἀπὸ τὴν δευτέραν αὐτὴν ἀναψηλάφησιν τοῦ ζητήματος, ἐσηκώθη, ἐκοίταξε τριγύρω, καὶ εὐτυχῶς ἐξάνοιξε μακρὰν ἕνα συνάδελφόν του, βαίνοντα εἰς πλάγιόν τινα δρόμον. Τὸν ἔκραξε, κ᾿ ἐκεῖνος ἦλθε.
Νὰ σοῦ πῶ, τοῦ λέγει: πᾷς στὸ Τμῆμα, νὰ πῇς τοῦ σκοποῦ, νὰ πῇ τοῦ σταθμάρχη, νὰ στείλῃ ἕνα ἀστυφύλακα, νὰ βρῇ ἕνα σκουπιδιάρη, νὰ πᾶν ἐδῶ παραπάνω, ποὺ λέει ὁ κύριος ἐδῶ… εἶν᾿ ἕνα σκυλὶ ψόφιο… νὰ τὸ πάρουν ἀπ᾿ ἐκεῖ, νὰ τὸ πετάξουν πουθενά;
Καλά
Καὶ ὁ β´ ἀστυφύλαξ ἐκινήθη βραδύς, κατερχόμενος τὸν δρόμον.
*
Τὴν νύκτα, ὅταν ὁ κ. Α. ἀπεσύρετο διὰ νὰ ἀπέλθῃ οἴκαδε, εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἔστρεψε τὰ ὄμματα καὶ τὴν ρῖνα πρὸς τὸ μέρος ὅπου εἶχεν ἰδεῖ τὸ δυσάρεστον πρᾶγμα τὸ πρωί. Τὸ ψοφίμι ἦτο ἀκόμη ἐκεῖ, ἀναδίδον λοιμώδη ὀσμήν. Ὁ ἄνθρωπος, ἐν μεγάλῃ ἀδημονίᾳ, ἔκλεισε τὰ παράθυρά του, κ᾿ ἐκοιμήθη. Τὴν ἄλλην πρωίαν, εἰς τὸ μικρὸν καφενεῖον ηὗρε πάλιν τὸν ἀστυφύλακα.
Δὲν ἐκάματε τίποτε γιὰ τὸ ψοφίμι ποὺ σᾶς εἶπα;
Μάλιστα· ἔστειλα εἴδηση στὸν σκοπό… ν᾿ ἀναφέρῃ στὸν σταθμάρχη… νὰ στείλῃ ἕνα ἀστυφύλακα ―μποροῦσα νὰ πάω κ᾿ ἐγώ― νὰ πάρῃ ἕνα σκουπιδιάρη, νὰ πᾶν νὰ λάβουν μέτρα… Καὶ δὲν τὸ πέταξαν;
Πεταμένο εἶναι ἀπὸ προχθές· μᾶλλον ἔπρεπε νὰ τὸ θάψουν.
Ἂς εἶναι, θὰ φροντίσω· τώρα πάω στὸ τμῆμα.
*
Τὴν ἑσπέραν, ὅταν ὁ κυβερνητικὸς ὑπάλληλος ἐπανήρχετο εἰς τὴν οἰκίαν του, τὸ ψοφίμι ἦτο πάντοτε ἐκεῖ, δηλητηριάζον τὸν ἀέρα μὲ τὴν δυσωδίαν του.
Τὸ πρωί, ὁ κ. Α. πρὸς τὸν α´ ἀστυφύλακα:
Μὰ δὲν ἔγινε τίποτε γιὰ τὸ ψοφίμι… Ζήτημα, βλέπω, κατήντησε κι αὐτό… Καλὰ ποὺ δὲν συνεδριάζει πλέον ἡ Βουλή, διὰ νὰ γίνῃ ἐπερώτησις.
Τί; Δὲν τὸ σήκωσαν ἀποκεῖ; Περίεργο! Ἐγὼ ἔλαβα μέτρα. Ἂς εἶναι, ἡσυχάσατε. Σήμερα, χωρὶς ἄλλο. Πάω ἐπίτηδες νὰ τοὺς βιάσω, νὰ στείλουν ἕνα ἀστυφύλακα ―μπορῶ νὰ πάω καὶ μόνος μου― μὲ ἕνα σκουπιδιάρη.
*
Τὴν ἑπομένην νύκτα, ἀκόμη τὸ ψοφίμι ἦτο ἐκεῖ. Εὐτυχῶς εἶχε συννεφιάσει, καὶ ἤστραπτε ραγδαίως πρὸς τὸν Μαΐστρον, εἰς τὰ ΒΔ τοῦ ὁρίζοντος. Ὁ κ. Α. μόλις ἐπρόλαβε νὰ φθάσῃ εἰς τὴν οἰκίαν, νὰ κλείσῃ τὰ παράθυρα, κ᾿ ἐνέσκηψε σφοδροτάτη θύελλα, ἄνεμος καὶ βροχή, δροσιστικὴ καὶ παρήγορος. Τὸ πρωί, ἀνάμεσα εἰς τὸ ἠλλοιωμένον ὑγρὸν ἔδαφος, μόλις ἐφαίνοντο πλέον τὰ ἴχνη τοῦ θνησιμαίου σκύλου, ὀλίγα μόνον γυμνὰ κόκκαλα τοῦ σκελετοῦ· ἡ ραγδαία βροχὴ εἶχε παρασύρει τὰς σαπρὰς σάρκας, καὶ εἶχε διαλύσει τὴν δυσοσμίαν.
Κ᾿ ἔτσι δὲν ἔγινεν ἐπερώτησις εἰς τὴν Βουλήν. Μόνον ἔγινε χρονογράφημα εἰς ἐφημερίδα.


1906
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
 (1851-1911)



21/2/23

Τα τσερκένια...

Ο αφηγητής -γέρος πια και πρόσφυγας στην Αθήνα- νοσταλγικά περιγράφει τα παιδικά του βιώματα στη Σμύρνη των αρχών του 20ού αιώνα, στη γειτονιά του Χατζηφράγκου. Αναφέρεται στο έθιμο των χαρταετών, τα λεγόμενα τσερκένια, και το πέταγμά τους στον ουρανό, δημιουργώντας την αίσθηση μιας ιπτάμενης πολιτείας...





"  Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.

Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα -ήτανε αντέτι (έθιμο)- και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ’ Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά (οικόπεδο) του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε (αιωρούνταν). Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.

Δημήτρης Μυταράς

O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι... Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι -όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά (απάτη)- συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά (ουρά) του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες (τούμπες) -να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα-και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλιτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς (η κεντρική ξύλινη βέργα του χαρταετού) στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.

Γιάννης Μαγγανάρης

Mα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε (τεντώναμε), κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ’παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί (χοντρός σπάγγος), κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ’ναι ισοπαλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.
Σπύρος Βασιλείου


Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο -μισό τσέρκι, δηλαδή-με την κόρδα (χορδή) και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του -αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού- ήτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός ήτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ’ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.

Νίκος Χατζηκυριάκος

Tο πιο φτηνό τσερκένι ήτανε ο Tούρκος: ένα μονοκόμματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ’ άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι (είδος κόλλας). Aκόμα πιο ακριβός ήτανε ο Έλληνας. Bλέπεις για την ελληνικιά παντιέρα, χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός στη μια γωνιά, και ήθελε δουλειά το κόλλημα. Στο κόστος τού παράβγαινε ο Aμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες, και τ’ άστρα στη γωνιά. Mα πιο ακριβό απ’ ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι (οχτώ μεταλλίκια), μπορεί και δέκα μεταλλίκια (νομίσματα) -σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο- ήτανε το μπακλαβουδωτό. Oύλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Eξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να ’ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι... Aκριβούτσικο ήτανε κι ο ουρανός με τ’ άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ’ άστρα και οι κομήτες τ’ ουρανού. Kαι πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου. Aυτά, τ’ αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Tα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλειά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Tα μάτωνε. Aμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.

Αλέκος Φασιανός


Aυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Nα, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Xριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Kάτι τέτοιο ήτανε.

Γιάννης Τσαρούχης

Aυτά είχα να σου πω. Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό. " 



...από το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη
"Στου Χατζηφράγκου" 1963



26/12/22

Στην Παλιά Κακοπετριά



Το χωριό Κακοπετριά...
Καλοκαιρινό θέρετρο ιδανικό και για αγροτουρισμό. Στους πρόποδες του όρους Τροόδους. Βρίσκεται ανάμεσα στις όχθες των ποταμών Καρκώτη & Γαρίλλη, οι οποίοι, ενώνονται μες το χωριό σχηματίζοντας τον ποταμό Κλάριο που διασχίζει την Κοιλάδα της Σολέας. Κατά τους μεσαιωνικούς χρονογράφους, παλαιοί χάρτες την αναφέρουν ως Cacopetria ή Chachopetria. Ωστόσο, ανασκαφές δείχνουν ότι κατοικήθηκε νωρίτερα, κατά τη Βυζαντινή περίοδο γύρω στον 6ο-7ο αι.

Η παλιά Κακοπετριά... 
Χτισμένη ανάμεσα στους δύο πιο πάνω ποταμούς έχει ανακηρυχθεί ως χώρος προστατευόμενης πολιτιστικής κληρονομιάς δείγμα αρχέγονης λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Τρεις οι εκδοχές για την ονομασία 'Κακοπετριά'
1. Εξαιτίας της βραχώδους και δύσβατης τοποθεσίας της τις παλιές εποχές. 
2. Εξαιτίας μιας μεγάλης πέτρας στο γεφύρι στην είσοδο του χωριού, γνωστής ως Πέτρα του Ανδρογύνου. Κατά την παράδοση, αφού πρώτα έκαναν τον γύρο της τα νιόπαντρα ζευγάρια κάθονταν πάνω της για να δεχτούν ευχές να στεριώσει ο γάμος τους σαν πέτρα. Όμως μια μέρα η πέτρα κατρακύλησε και πλάκωσε ένα νιόπαντρο ζευγάρι... εξ ου και η ονομασία. Τόσο ο θρύλος αυτός όσο και το ιερό που ανασκάφηκε στην περιοχή, μας παραπέμπουν στη λατρεία της Αφροδίτης.
3. Μια φορά κι έναν καιρό ένας άρχοντας της Μαραθάσας είχε 3 γιους: τον Νίκο, τον Παναγιώτη και τον Πετρή. Ο Πετρής, όντας άτακτος, ανυπόφορος και κακός, εστάλη από τον πατέρα του στην άλλη πλευρά του βουνού, στην περιοχή του παλιού χωριού, μετά από απαίτηση των αδελφών του που τον είχαν βαρεθεί. Έτσι, ο Κακός Πετρής ήταν ο πρώτος οικιστής του χωριού που ονομάστηκε Κακοπετριά. Ο Νίκος ήταν ο ιδρυτής του χωριού Οίκος (χωρίς το Ν) ενώ ο Παναγιώτης -καλός και πονετικός- ίδρυσε το χωριό Καλοπαναγιώτης.  

Η Πέτρα του Αντρογύνου


Καταρράχτης Πέτρας ανδρογύνου


Μικρή περιδιάβαση ανάμεσα στα μονοπάτια 
και τις φυσικές ομορφιές





Η Κακοπετριά είναι ιδανική για τους λάτρεις της φύσης
με τα διάφορα μονοπάτια της ανάμεσα στα δέντρα και τα ποτάμια της

Μια ανάσα για τους κουρασμένους
...πριν ανηφορίσουν
 
για την...


Γραφικά στενά, λιθόστρωτα δρομάκια, διώροφα σπίτια με ξύλινα μπαλκόνια χτισμένα κυρίως από τοπικό πέτρωμα και πλιθάρια σκεπάζονται με επικλινείς και κεραμιδένιες στέγες


Τα σπίτια απέχουν μεταξύ τους μια ανάσα 
έτσι που οι στέγες τους να είναι κομμάτι ενός νοητού δρόμου












Ο κάτω όροφος χρησιμοποιούνταν κυρίως ως αποθήκη 
με μεγάλα πιθάρια για τη φύλαξη του κρασιού και άλλων προϊόντων 
είτε ως χώρος φύλαξης των ζώων



Παντού, τα χαρακτηριστικά μπαλκονο-πορτο-παράθυρα

















Η Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος
κτίσμα του 1520
Στην αυλή της στεγάζεται το 
Μουσείο 'Ελιόμυλος'
ο οποίος αποκαταστάθηκε στα πλαίσια του Προγράμματος:
Η παράδοση του ψωμιού, του λαδιού και του κρασιού
Ελιόμυλος                  &               Νερόμυλος
 

Γύρω όψεις 




Για τέλος, 
ένα γλυκό κέρασμα για όλα τα γούστα
από την Παλιά συνοικία της Κακοπετριάς 



Οκτώβρης 2022
Εικόνες από ένα σύντομο ταξίδι στην Κύπρο
Και του χρόνου... σπίτια μας!