Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πώ...
που μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.
Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί...
Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί...
Εκείνο του Αυγούστου - Αύγουστος ήταν; - το πρωί...
Κ. Π. Καβάφης
Καλοκαίρι΄74
Μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
...Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Καιρό πριν είχαν ορθωθεί της διχόνοιας τα τείχη. Και συ, μες την ομίχλη ακροβατείς σαστισμένος απ’ την πολλήν αντάρα. Θρήνος και σιωπή. Μια σιωπή εκκωφαντική...
…Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
και ανέτοιμους -πού πιά καιρός- μας συνεπαίρνει.
Σάββατο, 20 του Ιούλη
Κι έπειτα μεμιάς βροντοχτυπά. Βαθιά χαράματα· κι ευθύς στο μπαλκόνι αγουροξυπνημένη να δεις· στο ραδιόφωνο ν’ ακούσεις. Απ’ τη δύση ακούστηκε ο κρότος, στη δύση κι ο βαθύς καπνός… Βόμβα στο στρατόπεδο; Η άγνοια φέρνει τρόμο κι ο τρόμος πανικό. Δικοί σου άνθρωποι βρίσκονται κει…
Κι έπειτα μεμιάς βροντοχτυπά. Βαθιά χαράματα· κι ευθύς στο μπαλκόνι αγουροξυπνημένη να δεις· στο ραδιόφωνο ν’ ακούσεις. Απ’ τη δύση ακούστηκε ο κρότος, στη δύση κι ο βαθύς καπνός… Βόμβα στο στρατόπεδο; Η άγνοια φέρνει τρόμο κι ο τρόμος πανικό. Δικοί σου άνθρωποι βρίσκονται κει…
Κι ύστερα η προτροπή: όλοι στο Πέλλα-Πάις. Ο Πενταδάκτυλος καπνίζει. Τ’ αεροπλάνα 'βυθίζονται' και βομβαρδίζουν. Θορυβούν· πανικοβάλλουν.
Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαρυές,
επάνω κάτω τριγυρνώ για νάβρω τα παράθυρα.
Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία...
επάνω κάτω τριγυρνώ για νάβρω τα παράθυρα.
Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία...
Κι ολοένα καταφθάνουν πληγωμένοι στρατιώτες και το Αββαείο νοσοκομείο γίνεται. Στιγμές βαριές, πάνω κάτω να ρωτάς για την τύχη των δικών σου. Το παράθυρο μισάνοιξε∙ σταγόνα παρηγοριάς. Κάποιος, κάποιον είδε· και τρέχεις να προλάβεις. Και ναι, είν’ εκεί! Για πόσο; αναρωτιέσαι…
Τρέμουν οι σπιτικοί μικροί θεοί, και προσπαθούν
τ' ασήμαντά των σώματα να κρύψουν.
Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή,
θανάσιμη βοή την σκάλα ν' ανεβαίνει,
θανάσιμη βοή την σκάλα ν' ανεβαίνει,
βήματα σιδερένια που τραντάζουν τα σκαλιά...
Κι ύστερα, μες’ το στενάχωρο διάδρομο του σπιτιού σου, δέκα σώματα -τέσσερα ως πενήντα χρόνων- κρύβουν τις ψυχές τους και βυθίζονται στις σκέψεις τους, καρτερώντας… Έξω, η βουή των όπλων τραντάζει τη γη· θαρρείς πως το σύμπαν όλο γκρεμίζεται συθέμελα.
Το πυρ σταματά μα η Κερύνεια δεν προκάμνει και τουρκεύει.
Κι οι δρόμοι ερημώνουν. Κι έρευνες αρχινούν στα εγκαταλειμμένα σπίτια της γειτονιάς σου, τζάμια σπάζουν, πόρτες παραβιάζουν, το ηθικό να σου καταρρακώσουν, ώσπου νάρθει κι η δική σου η σειρά. Προτάσσουν τα όπλα, γελούν με το φόβο σου· ακούς τους παλμούς σου. Πρωτόγνωρη αίσθηση, συγκλονιστική.
Ακούς για συλλήψεις, για λεηλασίες. Για μια Κερύνεια διαμελισμένη - σε χωριά, σε ξενοδοχεία, σε σπίτια. Ανεμοσκορπίσματα. Για μια Κερύνεια φυλακισμένη στον τόπο της, εγκλωβισμένη στην προσφυγιά της.
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε
για ν' αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι ύστερα, μεσημέρι του Ιούλη, το ίσκιωμα του στρατιώτη, λαβωμένου από βόλι εχθρικό, καταφύγιο σου ζητά. Και σπεύδεις ευθύς να φροντίσεις, παρηγοριά να δώσεις· να ενθαρρύνεις γιατί είναι μόλις δεκαεννιά χρονών. Τον κρύβεις στα κεραμίδια από κάτω, του σπιτιού σου.
Και στο κατόπι των βημάτων του οι έρευνες αρχίζουν πάλι, πίσω απ’ τ’ αχνάρια του. Μα δε σκιάζεσαι. Στα μάτια του βλέπεις το δικό σου στρατιώτη... Κι αναρωτιέσαι πού νάναι πάλι·
και αν είναι...
Και στο κατόπι των βημάτων του οι έρευνες αρχίζουν πάλι, πίσω απ’ τ’ αχνάρια του. Μα δε σκιάζεσαι. Στα μάτια του βλέπεις το δικό σου στρατιώτη... Κι αναρωτιέσαι πού νάναι πάλι·
και αν είναι...
... κι ευθύς η κούρασις, η ανία, οι σκέψεις φύγανε.
Ο φίλος του έφερε μια ανέλπιστη είδησι.
Ο φίλος του έφερε μια ανέλπιστη είδησι.
Και το παράθυρο ξανανοίγει. Τούτη τη φορά ο Ερυθρός Σταυρός με τη φωνή του εκφωνητή στο ραδιόφωνο, που σου γυρεύει να επικοινωνήσεις με τον άνθρωπό σου· σε ψάχνει...
Σημασία δεν έχει που δε μπορείς· σημασία έχει που ξέρεις ότι είναι…
Αύγουστος φτάνει. Κι οι προμήθειες απ’ τον Ερυθρό Σταυρό, φτάνουν κι αυτές. Και το ηλεκτρικό· μαζί και η υδροφόρα του τουρκοκύπριου γείτονα. Και τρέχεις να προλάβεις τη μικρή φωτιά που ξέσπασε στο διπλανό σου σπίτι· σπίρτα σκόπιμα αφημένα χάμω, στο πάτωμα της κουζίνας.
Νυκτερινοί πυροβολισμοί, λεηλασίες σπιτιών, συλλήψεις γνωστών, που μεταφέρονται στ’ απέναντι παράλια. Άγγλοι και Φιλανδοί επισκέπτονται κοντινό σου σπίτι. Τρέχεις να προλάβεις, την παρουσία σου να δηλώσεις μη θεωρηθείς κι εσύ ‘είς εκ των αγνοουμένων’.
Τετάρτη, 14 του Αυγούστου
Κι ύστερα παύει· η κατάπαυση του πυρός παύει! Κι ούτε μήνας δεν πέρασε. Η Διάσκεψη απέτυχε και το Συμβούλιο συνέρχεται για ν’ αποφασίσει και πάλι την κατάπαυση.
Κι εσύ, ανάστατη ξανά, να θωρείς. Τον εχθρό μπροστά –όπου ακόμα δεν έφτασε στο στόχο- και παραπίσω τους νεκρούς και αγνοούμενους. Τον εχθρό μπροστά, να παραβιάζει τα ιερά σου, να κατεβάζει το σταυρό σου, να υψώνει τη σημαία του. Τον εχθρό που εξακολουθεί να συλλαμβάνει άμαχους, να λεηλατεί την περιουσία σου, να τρομοκρατεί.
Και γι’ άλλη μια φορά ν’ αναρωτιέσαι πού νάναι πάλι· και αν είναι...
…
Και γι’ άλλη μια φορά, αχτίδα παρηγοριάς η φωνή του εκφωνητή να σου χαμογελά... ναι, είναι!
Τον εξαντλούσε η τόση αναμονή.
Γιατί κιόλας μονάχος όπως ήταν για ώρες,
άρχισαν να τον καταλαμβάνουν σκέψεις οχληρές…
Μα πόσο να προσπαθείς το μυστικό σου να κρατήσεις; Γυρεύεις κάπου να το μιλήσεις, να ξαλαφρώσεις, κι εσύ, κι αυτό· οπού να πετάξει θέλει, να λευτερωθεί.
Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν' επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
‘Μα δεν πρέπει να βιαστείς. Και την σωστή στιγμή να καρτερείς για νάναι ασφαλής η μεταφορά του στα ελεύθερα’. Τούτα συστήνουν του Ερυθρού Σταυρού οι εκπρόσωποι.
Κι απαντέχεις...
Φθινόπωρο΄74
Δευτέρα, 2 του Σεπτέμβρη
Κ' εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη εντύπωσις.
Αόριστα, αισθανόμουν σαν νάφευγεν από κοντά μου…
Οι σκέψεις στροβιλίζονται και πώς να μαζέψεις λέξεις…
Μέρες τώρα το βλέπεις το κακό, πέρα δώθε διαβαίνει στο σπίτι σου απ’ έξω. Ώσπου, κτυπά… Το ξέρεις, για καλό δεν είναι.
Κι έπειτα… κι έπειτα ορκίζεται στα τρία του παιδιά ότι γρήγορα θα τους φέρει πίσω, κοντά σου. Τους πάνε για ανάκριση, το πολύ μια ώρα. Κι απορείς που ο χρόνος καθηλώθηκε και τόσο πολύ βάστηξε εκείν' η ώρα… Κι ύστερα, ξέρεις. Πως γι’ ανάκριση δεν πήγαν· σε μια ώρα δε θα γυρίσουν. Σ’ αιχμαλωσία οδηγούνται μ’ άλλους μαζί. Κι ύστερα, ξέρεις. Καράβι τους περιμένει στη θάλασσα -για Μερσίνα, για Άδανα;- ποιος ξέρει. Κι ύστερα ξέρεις· πως... δε ξέρεις πια.
Αξημέρωτα βράδια· αλύτρωτες μέρες…. Τρομάζεις στον ασήμαντο θόρυβο· ξιπάζεσαι στο ανεπαίσθητο άγγιγμα. Φοβάσαι τη σκιά σου· σε σκιάζει η θωριά σου.
Κι οι έγνοιες ταλαντεύονται, πότε μπρος και πότε πίσω. Και μπρος και πίσω. Σε πνίγει η θάλασσα, σε βαραίνει ο Πενταδάκτυλος, που στέκονται εμπόδιο ανάμεσα σε σέ και στους δικούς σου. Κι ύστερα;
Κι ύστερα, ξέρεις. Ν’ αντέξεις πως πρέπει. Να μην του περάσει του εχθρού, που με ύπουλο τρόπο υπαγορεύει το φευγιό σου, επειδή τους άντρες σού στερεί. Πεισμώνεις· δυναμώνεις. Και πασκίζεις να πιάσεις το τραγούδι απ’ την αρχή...
Ακούς πως ‘επιτρέπεται’ οι έγκλειστοι στο Dome να ξεμυτάνε. Και δειλά δειλά κατηφορίζεις, γνώριμα πρόσωπα να δεις, λίγο ν’ αναθαρρέψεις. Γιατί φαντάζει ξένη η γειτονιά σου πια. Κι αγριεύει η ψυχή σα βλέπει τα έρμα σπίτια άλλοι να τα κατοικούν· τούρκοι, πρόσφυγες κι αυτοί. Και βλέπεις πως φρουρείται η Μητρόπολη· κι άφαντο το γνώριμο άγαλμα μπροστά της. Του Ατατούρκ το άγαλμα έχουνε στήσει στη προκυμαία κάτω. Σπίτια κλειστά, αμπαρωμένα κι άλλα να χάσκουν. Μαγαζιά αδειανά κι άλλα γεμάτα, με νέο αφέντη. Σημαίες κόκκινες στα μπαλκόνια, παντού. Τοίχοι έντονα βαμμένοι· χρώματα μιας άλλης εποχής. Αλάνες γεμάτες μπόγους με ρούχα κι έπιπλα· το βιος σου στους δρόμους πεταμένο. Εικόνες αλλόκοτες, μυρωδιές ξένες...
Κι εκεί που λίγο ξεθαρρεύεις, σαν είδες και μίλησες με πρόσωπα αγαπητά, ξανά περιορισμό σε βάνουν. Γιατί αντίποινα φοβούνται, που πέντε τουρκάλες σκοτώθηκαν στα μέρη τα ελεύθερα· αλήθεια ψέματα, ποιος ξέρει... Και μέχρι ο θυμός να καταλαγιάσει, έξω δεν κάνει να βγεις.
Μέρες τώρα το βλέπεις το κακό, πέρα δώθε διαβαίνει στο σπίτι σου απ’ έξω. Ώσπου, κτυπά… Το ξέρεις, για καλό δεν είναι.
Κι έπειτα… κι έπειτα ορκίζεται στα τρία του παιδιά ότι γρήγορα θα τους φέρει πίσω, κοντά σου. Τους πάνε για ανάκριση, το πολύ μια ώρα. Κι απορείς που ο χρόνος καθηλώθηκε και τόσο πολύ βάστηξε εκείν' η ώρα… Κι ύστερα, ξέρεις. Πως γι’ ανάκριση δεν πήγαν· σε μια ώρα δε θα γυρίσουν. Σ’ αιχμαλωσία οδηγούνται μ’ άλλους μαζί. Κι ύστερα, ξέρεις. Καράβι τους περιμένει στη θάλασσα -για Μερσίνα, για Άδανα;- ποιος ξέρει. Κι ύστερα ξέρεις· πως... δε ξέρεις πια.
Αξημέρωτα βράδια· αλύτρωτες μέρες…. Τρομάζεις στον ασήμαντο θόρυβο· ξιπάζεσαι στο ανεπαίσθητο άγγιγμα. Φοβάσαι τη σκιά σου· σε σκιάζει η θωριά σου.
Κι οι έγνοιες ταλαντεύονται, πότε μπρος και πότε πίσω. Και μπρος και πίσω. Σε πνίγει η θάλασσα, σε βαραίνει ο Πενταδάκτυλος, που στέκονται εμπόδιο ανάμεσα σε σέ και στους δικούς σου. Κι ύστερα;
Κι ύστερα, ξέρεις. Ν’ αντέξεις πως πρέπει. Να μην του περάσει του εχθρού, που με ύπουλο τρόπο υπαγορεύει το φευγιό σου, επειδή τους άντρες σού στερεί. Πεισμώνεις· δυναμώνεις. Και πασκίζεις να πιάσεις το τραγούδι απ’ την αρχή...
Ακούς πως ‘επιτρέπεται’ οι έγκλειστοι στο Dome να ξεμυτάνε. Και δειλά δειλά κατηφορίζεις, γνώριμα πρόσωπα να δεις, λίγο ν’ αναθαρρέψεις. Γιατί φαντάζει ξένη η γειτονιά σου πια. Κι αγριεύει η ψυχή σα βλέπει τα έρμα σπίτια άλλοι να τα κατοικούν· τούρκοι, πρόσφυγες κι αυτοί. Και βλέπεις πως φρουρείται η Μητρόπολη· κι άφαντο το γνώριμο άγαλμα μπροστά της. Του Ατατούρκ το άγαλμα έχουνε στήσει στη προκυμαία κάτω. Σπίτια κλειστά, αμπαρωμένα κι άλλα να χάσκουν. Μαγαζιά αδειανά κι άλλα γεμάτα, με νέο αφέντη. Σημαίες κόκκινες στα μπαλκόνια, παντού. Τοίχοι έντονα βαμμένοι· χρώματα μιας άλλης εποχής. Αλάνες γεμάτες μπόγους με ρούχα κι έπιπλα· το βιος σου στους δρόμους πεταμένο. Εικόνες αλλόκοτες, μυρωδιές ξένες...
Κι εκεί που λίγο ξεθαρρεύεις, σαν είδες και μίλησες με πρόσωπα αγαπητά, ξανά περιορισμό σε βάνουν. Γιατί αντίποινα φοβούνται, που πέντε τουρκάλες σκοτώθηκαν στα μέρη τα ελεύθερα· αλήθεια ψέματα, ποιος ξέρει... Και μέχρι ο θυμός να καταλαγιάσει, έξω δεν κάνει να βγεις.
Δεν λιγοστεύ' η συμφορά όσω και αν την λέγης.
Αλλ' είναι πόνοι που ήσυχα μες στην καρδιά δεν μένουν.
Διψούν με το παράπονο να βγουν να ξεθυμάνουν.
Μα ξέρεις πως γι άλλα πονάς κι άλλα ζητά η ψυχή σου. Κι όλο προσδοκάς αυτό που δεν έρχεται…
Ένα κερί αρκεί. Το φως του το αμυδρό
αρμόζει πιο καλά, θάναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Αγάπης, σαν έρθουν η Σκιές.
Και τότε μέσα σου φτερουγίζει κάτι που φάνταζε μακρινό. Και δεν τολμάς να το πιστέψεις, μην είναι πλάνη που πιο πικρά θα σε πληγώσει. Κι όμως! καλά το άκουσες... Και η ματιά σου πάνω απ’ τον Πενταδάκτυλο, φτάνει ως πέρα στα ελεύθερα, εκεί που οι δικοί σου όλοι είναι. Και με τη φαντασία σου κι εσύ κοντά τους είσαι.
Και η χαρά, κι άλλη χαρά σου φέρνει. Φτάνει εκείνη ‘η σωστή στιγμή για νάναι κι η δική του μεταφορά ασφαλής στα ελεύθερα’. Έτσι, όπως του Ερυθρού Σταυρού οι εκπρόσωποι, σου είχανε συστήσει. Και ναι! καλά τα καταφέρνεις…
Και οι συλλήψεις εξακολουθούν, και οι μεταφορές αιχμαλώτων, και τούρκικες ταυτότητες θέλουν να σου βγάλουν... Κι εσύ γυρεύεις με αίτηση, τους ανθρώπους σου πίσω στην Κερύνεια να φέρεις, καθώς κάποιοι το πετυχαίνουν. Κι απαντέχεις…
Και οι συλλήψεις εξακολουθούν, και οι μεταφορές αιχμαλώτων, και τούρκικες ταυτότητες θέλουν να σου βγάλουν... Κι εσύ γυρεύεις με αίτηση, τους ανθρώπους σου πίσω στην Κερύνεια να φέρεις, καθώς κάποιοι το πετυχαίνουν. Κι απαντέχεις…
Χειμώνας΄74-75
Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
Καταντά το αύριο σα χθες να μοιάζει. Κι όλο προσπαθείς, κίνηση να δώσεις στο μονότονο μοτίβο της ζωής σου. Και λίγο χαμογελάς, που το φθινόπωρο χειμώνα φέρνει και ο χειμώνας χιόνια και περασμένα μεσάνυκτα ξυπνάς να το καλωσορίσεις.
Και λίγο μειδιάς, σα σκέφτεσαι πως, σε μια άλλη ήπειρο τη ζωή σου ίσως διαβάζουν σε περιοδικά κι εφημερίδες. Καθώς ξένοι δημοσιογράφοι σε ανακαλύπτουν -αλήθεια πώς;- συνέντευξη να πάρουν. Κι ύστερα…
Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά
Σε τόνο μινόρε, μελαγχολικό περνάς τις άγιες τούτες μέρες. Και οργανώνεται μάζωξη, λίγη χαρά να δώσει στα παιδιά. Να ξεχαστείς και συ ανάμεσα σε γνώριμά σου πρόσωπα. Βάλσαμο στη ψυχή σου. Κοντά κι ο ιερέας του Πέλλα-Πάις με τη Θεία Κοινωνία. Με δώρα κι ο Ερυθρός Σταυρός, ως άλλος Αη-Βασίλης.
Κι ύστερα, το τούρκικο σινεμά άνοιξε και σε …περιμένει. Κι εσύ, θαρρείς σε πείσμα του, δημοτικό σχολείο ανοίγεις με τη νέα τη χρονιά. Δασκάλες, νεαρές Κερυνειωτοπούλες. Τα γυμνασιόπαιδα εγκαταλείπουν -πολλά απ’ αυτά- τη χρονιά τους να μη χάσουν. Ο Ετζεβίτ έρχεται… και συ να κυκλοφορείς δεν πρέπει.
Κι ακόμα απαντέχεις…
Άνοιξη΄75
…Τι ωφελεί οπού φυτρώνει
λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.
Τα παιδιά παιδιά είναι· και στο δημοτικό σχολείο ‘επιτρέπεται’ βόλτα στο Πέλλα-Πάις. Σου δίνεται και σε η ευκαιρία μαζί ν’ ανηφορίσεις, κι όσες μπορείς εικόνες της Κερύνειας να αιχμαλωτίσεις στα μάτια της ψυχής σου. Μπλόκο συναντάς στου χωριού το έμπα όπου τούρκοι στρατοπεδεύουν. Μα παραμέσα στο χωριό κανείς στρατιώτης δεν κυκλοφορεί. Σου φαίνεται πως σαν πρώτα είναι όλα. Η εκκλησία, το σχολείο, ο καφενές… όλα οργανωμένα λειτουργούν. Μόνο ο Πενταδάκτυλος θλιβερά στέκει χαρο-καμένος…
Κι ύστερα, η 25η Μαρτίου. Και αντί για την παρέλαση με γαλανόλευκες, σημαίες κόκκινες, παντού.
Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει…
Μεγάλη Εβδομάδα - Λαμπρή
Πόσο καλά ο ποιητής το γράφει αυτό που εσύ το νιώθεις…
Κι όλο μια ταραχή, μια νευρικότητα έχεις σαν ξημερώνει Μέγα Σάββατο. Είναι που με λαχτάρα περιμένεις τις μαγνητοφωνημένες ευχές των δικών σου απ’ το ραδιόφωνο. Και ξεχειλίζεις από καημό... Κι έρχεται βράδυ, τον Καλό το Λόγο ν’ ακούσεις, απ’ το ραδιόφωνο ξανά. Και ραγίζεις…
Πόσο καλά ο ποιητής το γράφει αυτό που εσύ το νιώθεις…
Κι όλο μια ταραχή, μια νευρικότητα έχεις σαν ξημερώνει Μέγα Σάββατο. Είναι που με λαχτάρα περιμένεις τις μαγνητοφωνημένες ευχές των δικών σου απ’ το ραδιόφωνο. Και ξεχειλίζεις από καημό... Κι έρχεται βράδυ, τον Καλό το Λόγο ν’ ακούσεις, απ’ το ραδιόφωνο ξανά. Και ραγίζεις…
Καλοκαίρι΄75
Από καλοκαίρι άρχισες, σε καλοκαίρι φτάνεις. Κι ανήσυχη είν’ η ψυχή μ’ όσα ακούει και βλέπει. Χώρο άλλο ψάχνουν νάβρουν για σχολείο, τη γνώση να στεγάσουν τα παιδιά, καθώς πολύ ενοχλούνται και βρίζονται από τούρκους γείτονές τους. Κι οι έγκλειστοι σιγά σιγά όλο και λιγοστεύουν, καθώς στήριγμα δεν έχουν πια από πουθενά. Κι εσύ, απάντηση ακόμα περιμένεις στο αίτημά σου.
Μα όλα έχουν όρια. Και η αντοχή σου έχει... Κι ύστερα;
Κι ύστερα... η μεγάλη απόφαση. Να φύγεις λες, προσωρινά· μα όχι να εγκαταλείψεις.
Και θέλεις άλλη μια φορά -μα όχι τελευταία- στης Κερύνειας τα στενά να περπατήσεις, πρόχειρες νάχεις τις εικόνες της, για όταν σύντομα γυρίσεις πίσω...
Τετάρτη, 25 του Ιούνη
... Απόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο... Αλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.
Πόσο καλά ο ποιητής το γράφει αυτό που εσύ το νιώθεις…
Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κ' αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.
Κ. Π. Καβάφης
Κ' αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.
Κ. Π. Καβάφης
ΥΓ
7 Αυγούστου του ΄75
...και την είδηση ο εκφωνητής σου φέρνει· ο άνθρωπός σου -κι άλλοι 26-πίσω στην Κερύνεια να επιστρέψει τώρα πια μπορεί... Τι ειρωνεία!
5 σχόλια:
Ευτυχώς που υπάρχουν και οι λέξεις να καταγράφουν μνήμες και να ξυπνούν θύμησες. Γιατί αν λησμονούμε το παρελθόν είναι σαν να καταστρέφουμε το μέλλον!
πω πω, νιωθω λιγο τυψεις που πρωτον ποτε δεν θα μπορεσω να καταλαβω το πως νιωθεις, αφου δεν το εζησα και δευτερον διοτι στα σχολεια της ελλαδας γινεται , τουλαχιστον οταν εγω πηγαινα σχολειο, επιφανειακη αναδρομη σε αυτα τα γεγονοτα..
να'στε καλα όλοι σας και την καλημερα μου
Mπράβο για την ανάρτηση!
Εαν δεν είναι αυτά σημαντικά γεγονότα ,τότε τι είναι ?
Για να μην ξεχάσουμε και τις πραγματικές μας τραγωδίες.
Στο ατέρμονο πέλαγος του χρόνου, χωρίς άγκυρα, λιμάνι, πυξίδα και τιμόνι, θα παράδερνε ο άνθρωπος, αν έλειπαν οι μνήμες. Δεν θα 'χε νόημα η ζωή χωρίς το πισωκοίταγμα στα περασμένα. Τα βιώματα, οι εμπειρίες κι οι περιπέτειες του παρόντος γρήγορα γίνονται παρελθόν. Αυτό το παρελθόν, που σφραγίζει την εποχή του, είναι ο παλμός κι η ανάσα του κάθε λαού, του κάθε τόπου. Σαράντα και πλέον χρόνια πέρασαν απ' το ξερίζωμα. Ο γέρος πέθανε με τον καημό. Ο νέος πάλεψε για την επιβίωση. Το παιδί, σφραγισμένο απ' τη συμφορά, μεγάλωσε δοκιμάζοντας όλα τα συνακόλουθα της προσφυγιάς.
Αν ο χρόνος απαλύνει τον πόνο, αμβλύνει τα πάθη, επουλώνει τις πληγές που φαίνονται και δε φαίνονται, όμως δεν κατάφερε ν' αγγίσει τις μνήμες.
... Ψάχνουν οι μνήμες εκεί, στην πρωταρχή της ζωής μου... Ερευνούν τα χαλάσματα. Ξεθάβουν νεκρούς... Φέρνουν στην επιφάνεια θραύσματα, απομεινάρια... Πασκίζω να ξεδιαλύνω, να συναρμολογήσω...
ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΠΛΗΓΕΣ,ΑΓΙΑΤΡΕΥΤΕΣ ΩΣ ΤΩΡΑ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΑΣ ΠΑΝΤΑ ΕΣΥ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ ΤΗΝ ΩΡΑ
ΣΤΑ ΜΕΡΗ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ ,ΜΕΡΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ
ΝΑ 'ΝΑΙ ΞΑΝΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΠΙΑ,ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΑ..
Δημοσίευση σχολίου