30/12/08

Επισκέψεις και άλλα [γιορ]τινά…

Κόλαση στους δρόμους, στις υπεραγορές και στα εμπορικά κέντρα! Οι καταναλωτές τρέχουν με τη γλώσσα και τις τσέπες έξω· στο κατόπιν τους οι εμπορομαγαζάτορες που εκλιπαρούν για τον 13ο μισθό τους. Οι τελευταίοι μέχρι και Κυριακές ‘άνοιξαν και τους περιμένουν’. Είναι και οι μπούληδες Αγιο-Βασίληδες που σκαρφαλώνουν σαν κλέφτες αγκομαχώντας στα φωταγωγημένα μπαλκόνια των πολυκατοικιών και νομίζεις πως ‘μπήκαν στην πόλη οι οχτροί!
Μέσ' στον πανικό, η σειρήνα του ασθενοφόρου σκίζει τον παγωμένο ουρανό. Καταφθάνει να μαζέψει το …παραλίγον πτώμα. ‘Συνηθισμένοι στα χιόνια’, ποιος νοιάζεται πια... Ευτυχώς, μόνο το πρόσωπο κάτω απ' την κουκούλα είναι κάτασπρο σα νεκρού· το στήθος ανασαίνει αργά και βαριά, τα μάτια είναι κλειστά... Κι όμως ΜΑΤ πουθενά!

- Πού πονάς;
- Ευυτυχισμεένος ο κκαινούργιος χχρόνος…
μουρμούρισε κοιτάζοντας ηλίθια το ταβάνι του εξωτερικού ιατρείου και βαριανασαίνοντας.
- Επίσης... Όμως... πού πονάς; Γιατί έπεσες; Ήπιες κάτι;
- Ό... όχι... Παλάβωσα... Έκανα... έκανα επισκέψεις...
- Θα πρέπει να έκανες πολλές επισκέψεις!
- Όχι... όχι, όχι πολλές... Μετά τη λειτουργία... έφαγα τη σούπα μου και πήγα στον Κάρολο για τα Κάλαντα... Από κει στη Μαρίκα για κεφτεδάκι, μα ήταν παρών ο Μήτσος ομού μετά του Τάκη κι έτσι έκανα παράκαμψη. Με τα ελαφάκια στον ώμο προχώρησα στον Κωστάκη να ευχηθώ στα δίδυμα... θυμάμαι ακόμη ότι στο χολ με φύσηξε ένα ρεύμα... κι από κει στο Γιωργάκη. Και μετά στο Δημήτρη που προσέχει την υγεία μου. Μπήκα... καθόταν όλη η οικογένεια... μου προσέφεραν να πιω για τη γιορτή... πώς να μην πιεις; Θα τους προσβάλεις αν δεν πιεις... Ε, ήπια τρία ποτηράκια... τσίμπησα και λίγο σαλάμι... Από εκεί έφυγα για την άλλη άκρη της Αθήνας, για τον τον Αλέξη... το Γιαννάκη και τ’ άλλα παιδιά... Έπειτα, έφυγα για τον Τηλέμαχο και τον Βύρωνα να τους ευχηθώ κι άλλες ποιητικές εμπνεύσεις... Μετά κατευθείαν στον Γιώργο που με κράτησε για πρωινό και με φίλεψε καφέ. Ο καφές με ζάλισε, πρέπει να με χτύπησε κατευθείαν στο κεφάλι... Στο τέλος μου ζήτησε και τα ...ρέστα. Από τον Ευριπίδη που τον ευχαρίστησα για τη μόρφωσή μου, πήγα στο Βασίλη στο αναψυκτήριο· έχει τη γιορτή του. Να μη φας γλυκά σε κάποιον που γιορτάζει, είναι προσβολή! Έφαγα ένα κομμάτι γλυκό, ήπια βότκα και πήγα στο μπάρμπα Στέλιο, στο Κάτω Πατήσι... Εκεί ήπια κρύα μπίρα... και με πείραξε ο λαιμός μου... Από κει στο Άνω Πατήσι στη θεια Αλέκα... με κέρασε καυτή σοκολάτα... Παντού ένιωθα μια χαρά... Μετά πήγα στη Ντόρα και από κει στο φτωχικό του Θοδωρή. Κι εκεί επίσης ένιωθα καλά... Πέρασα κι από το Βαγγέλη... Επέμενε να πιω κονιάκ και να φάω λουκάνικο με λάχανο... Ήπια τρία ποτηράκια... έφαγα δυο λουκάνικα, και πάλι εντάξει... Μόνο που να, όταν βγήκα, ένιωσα στο κεφάλι... λάμψη... αδυναμία... Δεν ξέρω γιατί...
- Εξαντλήθηκες... Ξεκουράσου λίγο, και θα σε στείλουμε ύστερα στο σπίτι σου...
- Δεν μπορώ να πάω σπίτι...
βογκάει, πρέπει ακόμη να περάσω απ’ τα υπόλοιπα ρετ[μ]άλια... Υπάρχουν ακόμα πολλά που δεν πήγα...
- Και δεν πρέπει να πας!
- Δεν μπορώ... Πώς γίνεται να μην τους ευχηθώ για την καινούργια χρονιά; Πρέπει... Αν δεν πάω είναι σαν να μη θέλω τη ζωή μου... Άσε με τώρα να φύγω, γιατρέ, μη με κρατάς...
- Στο σπίτι να πας, αλλά για επισκέψεις ούτε να το σκέφτεσαι!
- Ο Θεός θα με βοηθήσει...,
αναστενάζει, θα τα καταφέρω σιγά-σιγά...

Ντύνεται αργά, τυλίγεται στο πανωφόρι του και παραπατώντας βγαίνει στο δρόμο…
Το προηγούμενο βράδυ είχε προηγηθεί κρεβατομουρμούρα… Δεν μπορεί να βρει την ησυχία του ούτε στις γιορτές ούτε στις σχόλες! Γέρασε κι ακόμα πρέπει να τρέχει σαν σκυλί! Ήθελε να καταργήσει τις επισκέψεις. Μα η συμβία ήταν κατηγορηματική. Θα πέθαινε!
Ένα θείο έχουμε, κι εσύ... εσύ δεν μπορείς, βαριέσαι να πας να του ευχηθείς "Καλή Χρονιά"! Η ξαδέλφη μας αγαπάει τόσο, κι εσύ, αδιάντροπε, δε θέλεις να της κάνεις την τιμή. Ο κουμπάρος Γιώργος σού δάνεισε χρήματα, ο αδελφός μου ο Πέτρος αγαπάει τόσο την οικογένειά μας, ο Αντρίκος σού βρήκε τη θέση, κι εσύ!, δεν καταλαβαίνεις! Θεέ μου, τι δυστυχισμένη που είμαι! Όχι, όχι, είσαι εντελώς ανόητος! Εσύ δε θα έπρεπε να έχεις μια γυναίκα τόσο ευαίσθητη σαν και μένα, αλλά μια μέγαιρα, που να σε ξεσκίζει κάθε λεπτό! Ναιι! Α-συ-νεί-δη-τε! Σε μισώ! Σε περιφρονώ! Ξεκίνα τώρα αμέσως! Να η λίστα... Πήγαινε σε όλους όσοι είναι γραμμένοι εδώ! Αν παραλείψεις έστω και έναν απ' τους 300, μη διανοηθείς να γυρίσεις σπίτι!

Τελευταία άφησε την ξαδέλφη Φανή που την πέτυχε στις χειρότερες των διαθέσεών της. Ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού της, εισπνέει κάποια αηδία και παραπονιέται για ημικρανία.
-Αχ, εσύ είσαι χρυσό μου; λέει βογκώντας, μισανοίγοντας τα μάτια και τείνοντάς του το χέρι.
- Κάτσε δίπλα μου...
Για πέντε λεπτά κρατά κλειστά τα μάτια, μετά σηκώνει τα βλέφαρα, τον κοιτάζει κατά πρόσωπο επί μακρόν και τον ρωτά ξεψυχισμένα.
-Μισέλ είσαι... ευτυχισμένος; Οι σακούλες κάτω από τα μάτια της είχαν μεγαλώσει, στα βλέφαρά της εμφανίζονται δάκρυα... Ανασηκώνεται, ακουμπάει το χέρι στο ταραγμένο στέρνο του και λέει.
-Καλέ μου, είναι δυνατόν... είναι δυνατόν να έχουν τελειώσει όλα πια; Είναι δυνατόν το παρελθόν να χάθηκε ανεπιστρεπτί; Ω, όχι!
Αυτός κάτι μουρμουρίζει, αβοήθητος κοιτάζει ένα γύρο, αναζητώντας σωτηρία, αλλά τα πρησμένα γυναικεία χέρια, σαν δυο φίδια, τυλίγουν τώρα το λαιμό του, το πέτο του πανωφοριού του είναι ήδη καλυμμένο από μια στρώση πούδρας. Το φτωχό, ευσπλαχνικό και τα πάντα υπομένον πανωφόρι!
-Καλέ μου, είναι δυνατόν αυτή η γλυκιά στιγμή να μην ξανάρθει ποτέ; βογκάει η ξαδέλφη, ποτίζοντας το στέρνο του με δάκρυα. Που πήγαν οι όρκοι σου, πού πήγαν οι υποσχέσεις για παντοτινή αγάπη;
Μπρρρ!... Ένα λεπτό ακόμη και απελπισμένος θα ριχνόταν στο αναμμένο τζάκι, με το κεφάλι κατευθείαν στη θράκα, αλλά για καλή του τύχη ακούγονται βήματα και στο σαλόνι μπαίνει ο …καλός κι ο χρυσός της Μισέλ... Σαν τρελός σηκώνεται, φιλά το χέρι της ξαδέλφης, και ευγνωμονώντας το σωτήρα του ορμά στο δρόμο…

Τσακισμένος, τσαλακωμένος, τρεκλίζοντας επιστρέφει το βράδυ σπίτι του. Τον υποδέχεται η φίλη της ζωής του.
-Λοιπόν, πήγες σε όλους; Γιατί δεν απαντάς; Ε; Πώς; Τι-ι-ι-ι; Να σιωπήσω!
Μετά αρχίζει ο εξάψαλμος ότι μυρίζει αλκοόλ, τον αποκαλεί βασανιστή, τέρας και δολοφόνο... Στο τέλος, όταν πια σκέφτεται ο ταλαίπωρος ότι τώρα μπορεί να σωριαστεί κάπου και να ξεκουραστεί, η συμβία αρχίζει αίφνης να τον μυρίζει, γουρλώνει τα μάτια και σηκώνει τη φωνή.
-Να σου πωωω, δε με κοροϊδεύεις εμένα! Πού αλλού πήγες εκτός από τις επισκέψεις;
-Που... πουθενά...
-Ψέματα, λες ψέματα! Όταν έφυγες από εδώ, μύριζες ζιβανσί, ενώ τώρα βρομάς πατσουλί. Κακομοίρη μου, καταλαβαίνω τα πάντα! Άφησέ με να μιλήσω! Σήκω! Πώς τολμάς να κοιμάσαι ενώ σου μιλάνε; Ποια είναι; Πού ήσουν;
Τρίβει τα μάτια του, κρώζει κάτι και απηυδισμένος κουνά πέρα δώθε το κεφάλι του...
-Σωπαίνεις; Δεν απαντάς; Όχι; Πε... πεθαίνω! Για... γιατρό! Με απόκαμε! Πεθαί-νω!

Τώρα, ευγενικέ άντρα, ντύσου και τρέξε για γιατρό. Καλή χρονιά!


.


.


ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

ΚΑΛΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ 2009



.


.

Η JamanFou μετάλλαξε και στρίμωξε τον Anton Chekhov από 2 σε 1 διηγήματα: Πρωτοχρονιάτικο Μαρτύριο & Οι Μεγαλομάρτυρες της Πρωτοχρονιάς. Απολαύστε τα!




3 σχόλια:

marianaonice είπε...

Εκπληκτικόοοο!!
Μπράβο σου!!

Καλή Πρωτοχρονιά!!
Χρόνια Πολλά!

VAD είπε...

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
Προσπαθώ να βρω τον Αγιο,να κάνει μια βόλτα κατά Παλαιστίνη μερια...έχει και κει παιδάκια....

Ανώνυμος είπε...

i think the archive you wirte is very good, but i think it will be better if you can say more..hehe,love your blog,,,