29η Απριλίου 1863 γέννηση - 29η Απριλίου 1933 θάνατος
[Τούτο το αφιέρωμα παρουσιάζει τον... εντός οικίας, Καβάφη. Βλέποντας τον άνθρωπο μέσα στον ίδιο του του το χώρο, αποκτά κανείς μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα γι αυτόν. Έπεται 2ο αφιέρωμα για τον Καβάφη εκτός...]
Ένα ντιβάνι αριστερά στην πόρτα του σαλονιού. Η παλιά πολυθρόνα του ποιητή, ανάμεσα ντιβανιού και παράθυρου, κι ακριβώς απέναντι μια άλλη, για φίλους και επισκέπτες. Ένα τραπεζάκι, ανάμεσα στις πολυθρόνες, κι άλλες καρέκλες σκορπισμένες εδώ κι εκεί. Μια κονσόλα στο βάθος, παλιό οικογενειακό κειμήλιο, φορτωμένη με βαζάκια αξίας κι αρκετές φωτογραφίες αντρών με γένια, που δεν υπήρχαν πια… Από πάνω, ένας θολός καθρέφτης, με σκιές σαν από το παρελθόν. Δεξιά, κρεμασμένο, σα μονόφυλλη κουρτίνα στον τοίχο, ένα παλιό κινέζικο μεταξωτό ύφασμα, ξεφτισμένο, ξεθωριασμένο. Παλιές κουρτίνες, ξεθωριασμένες κι αυτές· ένα παλιό χαλί. Έπιπλα παλιά…
Το σπίτι, στην οδό Lepsius, σε ένα κακόφημο δρόμο μιας γειτονιάς με θόρυβο, φωνές και γέλια. Ο Καβάφης ολάκερος μέσα σ’ αυτό, ζούσε τόσο πολύ με τον εαυτό του, με την ποίησή του, με τον κόσμο του, που ο θόρυβος στην κάμαρη εργασίας δεν έφτανε παρά σα μακρινή βοή.
Στο σαλονάκι αυτού του σπιτιού ο Καβάφης δεχόταν τους φίλους και επισκέπτες… Κι όμως, σαν κάτι να λείπει… λείπει η ατμόσφαιρα... λείπουν τα κεριά που στολίζουν τους τοίχους και το κηροπήγιο ακουμπισμένο στο πρεβάζι του κλειστού παράθυρου μαζί με τη λάμπα του πετρελαίου που άναβε μόνο σε έσχατη ανάγκη, σαν έρχονταν δηλαδή να τον δουν επισκέπτες μαζωμένοι, ανίκανοι ν’ απολαύσουν το μελιχρό φως των κεριών. Ο οικοδεσπότης ένιωθε τη δυσφορία τους και πριν προφτάσουν να την εκδηλώσουν άναβε τη λάμπα με το θολό γυαλί που είχε κι αυτή τη χάρη της. Σε όσους απορούσαν γιατί αρνήθηκε το ηλεκτρικό φως, ο Καβάφης πρόβαλλε χαριτωμένες προφάσεις και δικαιολογίες με κάποιο μορφασμό που φανέρωνε -τάχα- αμέλεια. Στην πραγματικότητα προτιμούσε το υποβλητικό φως των κεριών -αναμμένων ή σβηστών κεριών- που παρομοίαζε σαν τις ημέρες της ζωής μας… Έβρισκε περισσότερο τον εαυτό του στην απαλή φλόγα του κεριού, που μόλις διέλυε το σκοτάδι της κάμαρης. Ούτε από ιδιοτροπία τα είχε, ούτε από υπολογισμό, ούτε γιατί αμέλησε, τάχα, να βάλει το ηλεκτρικό. Τα ποιήματά του μαρτυρούν, ‘φωνάζουν’:
Ένα ντιβάνι αριστερά στην πόρτα του σαλονιού. Η παλιά πολυθρόνα του ποιητή, ανάμεσα ντιβανιού και παράθυρου, κι ακριβώς απέναντι μια άλλη, για φίλους και επισκέπτες. Ένα τραπεζάκι, ανάμεσα στις πολυθρόνες, κι άλλες καρέκλες σκορπισμένες εδώ κι εκεί. Μια κονσόλα στο βάθος, παλιό οικογενειακό κειμήλιο, φορτωμένη με βαζάκια αξίας κι αρκετές φωτογραφίες αντρών με γένια, που δεν υπήρχαν πια… Από πάνω, ένας θολός καθρέφτης, με σκιές σαν από το παρελθόν. Δεξιά, κρεμασμένο, σα μονόφυλλη κουρτίνα στον τοίχο, ένα παλιό κινέζικο μεταξωτό ύφασμα, ξεφτισμένο, ξεθωριασμένο. Παλιές κουρτίνες, ξεθωριασμένες κι αυτές· ένα παλιό χαλί. Έπιπλα παλιά…
Το σπίτι, στην οδό Lepsius, σε ένα κακόφημο δρόμο μιας γειτονιάς με θόρυβο, φωνές και γέλια. Ο Καβάφης ολάκερος μέσα σ’ αυτό, ζούσε τόσο πολύ με τον εαυτό του, με την ποίησή του, με τον κόσμο του, που ο θόρυβος στην κάμαρη εργασίας δεν έφτανε παρά σα μακρινή βοή.
Στο σαλονάκι αυτού του σπιτιού ο Καβάφης δεχόταν τους φίλους και επισκέπτες… Κι όμως, σαν κάτι να λείπει… λείπει η ατμόσφαιρα... λείπουν τα κεριά που στολίζουν τους τοίχους και το κηροπήγιο ακουμπισμένο στο πρεβάζι του κλειστού παράθυρου μαζί με τη λάμπα του πετρελαίου που άναβε μόνο σε έσχατη ανάγκη, σαν έρχονταν δηλαδή να τον δουν επισκέπτες μαζωμένοι, ανίκανοι ν’ απολαύσουν το μελιχρό φως των κεριών. Ο οικοδεσπότης ένιωθε τη δυσφορία τους και πριν προφτάσουν να την εκδηλώσουν άναβε τη λάμπα με το θολό γυαλί που είχε κι αυτή τη χάρη της. Σε όσους απορούσαν γιατί αρνήθηκε το ηλεκτρικό φως, ο Καβάφης πρόβαλλε χαριτωμένες προφάσεις και δικαιολογίες με κάποιο μορφασμό που φανέρωνε -τάχα- αμέλεια. Στην πραγματικότητα προτιμούσε το υποβλητικό φως των κεριών -αναμμένων ή σβηστών κεριών- που παρομοίαζε σαν τις ημέρες της ζωής μας… Έβρισκε περισσότερο τον εαυτό του στην απαλή φλόγα του κεριού, που μόλις διέλυε το σκοτάδι της κάμαρης. Ούτε από ιδιοτροπία τα είχε, ούτε από υπολογισμό, ούτε γιατί αμέλησε, τάχα, να βάλει το ηλεκτρικό. Τα ποιήματά του μαρτυρούν, ‘φωνάζουν’:
Ένα κερί αρκεί. Το φως του το αμυδρό
αρμόζει πιο καλά, θάναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Αγάπης, σαν έρθουν η Σκιές.
Ένα κερί αρκεί. Η κάμαρη απόψε
να μην έχει φως πολύ. Μέσα στην ρέμβην όλως
και την υποβολή, και με το λίγο φως-
μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ
για νάρθουν της Αγάπης, για νάρθουν η Σκιές.
αρμόζει πιο καλά, θάναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Αγάπης, σαν έρθουν η Σκιές.
Ένα κερί αρκεί. Η κάμαρη απόψε
να μην έχει φως πολύ. Μέσα στην ρέμβην όλως
και την υποβολή, και με το λίγο φως-
μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ
για νάρθουν της Αγάπης, για νάρθουν η Σκιές.
Στην αντικρινή, λοιπόν, πολυθρόνα, εκεί που κάθιζε τους επισκέπτες του, το μαλακό φως ήταν κανονισμένο να πέφτει πάνω στο πρόσωπό τους, ενώ ο ίδιος μισοκρυμμένος στη σκιά, ερευνούσε ανεπιφύλαχτα τη φυσιογνωμία τους, τη σπούδαζε, τη μελετούσε προτού πάρει τη στάση που έπρεπε απέναντί τους. Φίλοι του έργου του; εχθροί; περίεργοι; ωραίοι; Μέσα σε λίγη ώρα ο Καβάφης ήξερε πλέον εκείνο που ήθελε. Και φερνόταν ανάλογα.
Τα κεριά, όμως, είχαν κι άλλο ρόλο: τον έσωζαν από αδιάκριτες ερωτήσεις. Όταν ο συνομιλητής του προχωρούσε περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε, αγγίζοντας τον εσωτερικό άνθρωπο, ο Καβάφης άφηνε το κομπολόι που κρατούσε, σηκωνόταν, έσβηνε ένα κερί και ξανακαθόταν αργά. Αν ο αδιάκριτος συνέχιζε, ο ποιητής ψιθύριζε κάτι μισόλογα και σηκωνόταν ξανά να σβήσει άλλο κερί, αναγκάζοντας έτσι τον επισκέπτη να σταματήσει ή ν’ αλλάξει θέμα… Αν ο επισκέπτης τού ήταν συμπαθητικός, σηκωνόταν ενώ μιλούσε και χειρονομώντας με τ’ αναμμένο σπίρτο στο χέρι άναβε ένα ακόμα κερί, για να τον ευχαριστήσει ίσως, ή για να βλέπει καλύτερα τα χαρακτηριστικά του. Το όλο σκηνικό συμπλήρωνε το… μισό τσιγάρο. Έκοβε, λοιπόν, το τσιγάρο στη μέση κι όταν πήγαινε να το ανάψει, του άρεσε να κουβεντιάζει με τ’ αναμμένο σπίρτο στο χέρι διαγράφοντας στον αέρα φωτεινούς κύκλους. Το πρώτο σπίρτο έσβηνε κι ο Καβάφης μιλούσε ακόμα και χειρονομούσε. Έτσι άναβε και δεύτερο και τρίτο...
Αλίμονο στους επισκέπτες που πήγαιναν με πρόθεση να τον πειράξουν επειδή έτυχε να ξέρουν μερικές αδυναμίες του. Με ξαφνιάσματα, με σπαθωτές ματιές, με αινιγματικά χαμόγελα που δεν καταλάβαινες αν φανέρωναν καλή διάθεση ή πείραγμα, τους αγκύλωνε. Τόσο απαλά στην αρχή, που εκείνοι αισθάνονταν το τσίμπημα δίχως να καταλαβαίνουν την προέλευσή του. Η φωνή του Καβάφη, όχι τα λόγια του -δεν ήταν βάναυσα τα λόγια του- η φωνή του με τα τσακίσματά της έπαιρνε τέτοιες αποχρώσεις και εναλλαγές, που δεν τους έδινε καιρό να προσέξουν το πείραγμα. Και συνέχισαν την κουβέντα ή τις αδιάκριτες ερωτήσεις. Τότε ο Καβάφης τους απηύθυνε τις παγερές εκείνες ματιές και τη σιωπή του -μια σιωπή βαριά κι αβάσταχτη- που τους ανάγκαζε να σηκωθούν και να τον αποχαιρετήσουν. Με πλανερά κι ωραία παιχνίδια της σκέψης, ή με αοριστίες, έστελνε τους περίεργους και τους ανεπιθύμητους μακριά απ’ το άτομό του, που νόμιζαν πως ήταν εύκολο να ερευνήσουν. Αν μ’ όλα αυτά εξακολουθούσαν να κάθονται, έβγαζε απότομα το ρολόι: Μετά πέντε λεπτά θα πάω στου φίλου μου τάδε, έλεγε, για να φύγουν. Αν το κόλπο δεν έπιανε: Μείνετε, αν θέλετε, εγώ θα φύγω, κι έφευγε πράγματι, όχι για να πάει στον τάδε, μα για να γυρίσει μετά από ένα τέταρτο και να δεχτεί φίλους -αγαπητούς τούτη τη φορά.
Στο φίλο έδειχνε τη χαρά του με ζωηρό τρόπο. Το πρωτόκολλο το φύλαγε για τις άλλες κατηγορίες, έτοιμος να το παραβεί μόλις ανακάλυπτε τις προθέσεις τους. Και στον ωραίο; Κανένας περιορισμός γι αυτόν. Έδειχνε τη χαρά του όπως και στο φίλο. Είτε έξυπνος, είτε κουτός, είτε ένιωθε από τέχνη είτε όχι, ήταν καλοδεχούμενος και ευνοούμενος. Ενθουσιασμός, περιποιήσεις. Για τους φίλους σέρβιρε το ποτό σε κόκκινα ποτήρια, για τους άλλους σε λευκά, με τόση ευγένεια, χάρη κι αρχοντιά, που σάστιζες. Μετά έπιανε το κομπολόι ή άναβε την πίπα με το μισό τσιγάρο κι άρχιζε τις τόσο απρόοπτες ερωτήσεις του προς τον επισκέπτη του. Προτιμούσε να μιλά ο ίδιος. Ο προφορικός του λόγος, καθαρευουσιάνικος όπως και στα ποιήματα, με μικρές υποχωρήσεις. Όταν μιλούσε, ο ακροατής του διέκρινε όχι μονάχα τις τελείες και τις παρενθέσεις, μα και τα κόμματα και τις άνω τελείες! Δεν ξεχνούν τις παρενθέσεις του όσοι μπόρεσαν να τις προσέξουν. Είναι ίδιες μ’ εκείνες των ποιημάτων του. Με τον ίδιο τρόπο που άνοιγε μια επικίνδυνα μακροσκελή παρένθεση, την έκλεινε χωρίς να χάνει το νήμα της κύριας φράσης του. Κάποτε σώπαινε απότομα για να διαβάσει την εντύπωση στα μάτια του ακροατή του ή για να δώσει το λόγο σ’ αυτόν. Μα τα λόγια του άλλου χρησίμευαν ως αφορμή για να ξαναρχίσει ο ίδιος. Ο λόγος του καταρράχτης κι όμως κομψός, βαθύς, πειθαρχημένος. Όλος μελέτη κι ιστορία, φινέτσα και ειρωνεία, όλος χιούμορ. Ώρες ολάκερες μπορούσε να κρατήσει τον επισκέπτη ακίνητο στη θέση του. Το ενδιαφέρον χαλάρωνε μόνο αν το ήθελε ο ίδιος - άρχοντας, διδάσκαλος και μάγος μαζί. Τα μάγια λύνονταν αν κάποιος βέβηλος επιχειρούσε να τον διακόψει για να πει τη δική του γνώμη. Τότε, σα να ύψωνε τη μπαγκέτα, ύψωνε τη φωνή με θυμό και συνέχιζε για να ευχαριστήσει μόνο τον εαυτό του…
...
Τα κεριά, όμως, είχαν κι άλλο ρόλο: τον έσωζαν από αδιάκριτες ερωτήσεις. Όταν ο συνομιλητής του προχωρούσε περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε, αγγίζοντας τον εσωτερικό άνθρωπο, ο Καβάφης άφηνε το κομπολόι που κρατούσε, σηκωνόταν, έσβηνε ένα κερί και ξανακαθόταν αργά. Αν ο αδιάκριτος συνέχιζε, ο ποιητής ψιθύριζε κάτι μισόλογα και σηκωνόταν ξανά να σβήσει άλλο κερί, αναγκάζοντας έτσι τον επισκέπτη να σταματήσει ή ν’ αλλάξει θέμα… Αν ο επισκέπτης τού ήταν συμπαθητικός, σηκωνόταν ενώ μιλούσε και χειρονομώντας με τ’ αναμμένο σπίρτο στο χέρι άναβε ένα ακόμα κερί, για να τον ευχαριστήσει ίσως, ή για να βλέπει καλύτερα τα χαρακτηριστικά του. Το όλο σκηνικό συμπλήρωνε το… μισό τσιγάρο. Έκοβε, λοιπόν, το τσιγάρο στη μέση κι όταν πήγαινε να το ανάψει, του άρεσε να κουβεντιάζει με τ’ αναμμένο σπίρτο στο χέρι διαγράφοντας στον αέρα φωτεινούς κύκλους. Το πρώτο σπίρτο έσβηνε κι ο Καβάφης μιλούσε ακόμα και χειρονομούσε. Έτσι άναβε και δεύτερο και τρίτο...
Αλίμονο στους επισκέπτες που πήγαιναν με πρόθεση να τον πειράξουν επειδή έτυχε να ξέρουν μερικές αδυναμίες του. Με ξαφνιάσματα, με σπαθωτές ματιές, με αινιγματικά χαμόγελα που δεν καταλάβαινες αν φανέρωναν καλή διάθεση ή πείραγμα, τους αγκύλωνε. Τόσο απαλά στην αρχή, που εκείνοι αισθάνονταν το τσίμπημα δίχως να καταλαβαίνουν την προέλευσή του. Η φωνή του Καβάφη, όχι τα λόγια του -δεν ήταν βάναυσα τα λόγια του- η φωνή του με τα τσακίσματά της έπαιρνε τέτοιες αποχρώσεις και εναλλαγές, που δεν τους έδινε καιρό να προσέξουν το πείραγμα. Και συνέχισαν την κουβέντα ή τις αδιάκριτες ερωτήσεις. Τότε ο Καβάφης τους απηύθυνε τις παγερές εκείνες ματιές και τη σιωπή του -μια σιωπή βαριά κι αβάσταχτη- που τους ανάγκαζε να σηκωθούν και να τον αποχαιρετήσουν. Με πλανερά κι ωραία παιχνίδια της σκέψης, ή με αοριστίες, έστελνε τους περίεργους και τους ανεπιθύμητους μακριά απ’ το άτομό του, που νόμιζαν πως ήταν εύκολο να ερευνήσουν. Αν μ’ όλα αυτά εξακολουθούσαν να κάθονται, έβγαζε απότομα το ρολόι: Μετά πέντε λεπτά θα πάω στου φίλου μου τάδε, έλεγε, για να φύγουν. Αν το κόλπο δεν έπιανε: Μείνετε, αν θέλετε, εγώ θα φύγω, κι έφευγε πράγματι, όχι για να πάει στον τάδε, μα για να γυρίσει μετά από ένα τέταρτο και να δεχτεί φίλους -αγαπητούς τούτη τη φορά.
Στο φίλο έδειχνε τη χαρά του με ζωηρό τρόπο. Το πρωτόκολλο το φύλαγε για τις άλλες κατηγορίες, έτοιμος να το παραβεί μόλις ανακάλυπτε τις προθέσεις τους. Και στον ωραίο; Κανένας περιορισμός γι αυτόν. Έδειχνε τη χαρά του όπως και στο φίλο. Είτε έξυπνος, είτε κουτός, είτε ένιωθε από τέχνη είτε όχι, ήταν καλοδεχούμενος και ευνοούμενος. Ενθουσιασμός, περιποιήσεις. Για τους φίλους σέρβιρε το ποτό σε κόκκινα ποτήρια, για τους άλλους σε λευκά, με τόση ευγένεια, χάρη κι αρχοντιά, που σάστιζες. Μετά έπιανε το κομπολόι ή άναβε την πίπα με το μισό τσιγάρο κι άρχιζε τις τόσο απρόοπτες ερωτήσεις του προς τον επισκέπτη του. Προτιμούσε να μιλά ο ίδιος. Ο προφορικός του λόγος, καθαρευουσιάνικος όπως και στα ποιήματα, με μικρές υποχωρήσεις. Όταν μιλούσε, ο ακροατής του διέκρινε όχι μονάχα τις τελείες και τις παρενθέσεις, μα και τα κόμματα και τις άνω τελείες! Δεν ξεχνούν τις παρενθέσεις του όσοι μπόρεσαν να τις προσέξουν. Είναι ίδιες μ’ εκείνες των ποιημάτων του. Με τον ίδιο τρόπο που άνοιγε μια επικίνδυνα μακροσκελή παρένθεση, την έκλεινε χωρίς να χάνει το νήμα της κύριας φράσης του. Κάποτε σώπαινε απότομα για να διαβάσει την εντύπωση στα μάτια του ακροατή του ή για να δώσει το λόγο σ’ αυτόν. Μα τα λόγια του άλλου χρησίμευαν ως αφορμή για να ξαναρχίσει ο ίδιος. Ο λόγος του καταρράχτης κι όμως κομψός, βαθύς, πειθαρχημένος. Όλος μελέτη κι ιστορία, φινέτσα και ειρωνεία, όλος χιούμορ. Ώρες ολάκερες μπορούσε να κρατήσει τον επισκέπτη ακίνητο στη θέση του. Το ενδιαφέρον χαλάρωνε μόνο αν το ήθελε ο ίδιος - άρχοντας, διδάσκαλος και μάγος μαζί. Τα μάγια λύνονταν αν κάποιος βέβηλος επιχειρούσε να τον διακόψει για να πει τη δική του γνώμη. Τότε, σα να ύψωνε τη μπαγκέτα, ύψωνε τη φωνή με θυμό και συνέχιζε για να ευχαριστήσει μόνο τον εαυτό του…
...
Είπαν τη ζωή του φτιαχτή και σκηνοθετημένη, τίποτα το τυχαίο. Ωστόσο, κατάφερε να την κάνει έργο τέχνης!
Πηγή: Γιάγκος Πιερίδης
Πατρίδα του πατέρα του Γιάγκου Πιερίδη είναι η Λεμεσός της Κύπρου, γεννήθηκε όμως στην Αθήνα στα 1898 και μεγάλωσε και μορφώθηκε στην Αίγυπτο. Ήταν υπάλληλος – προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης του Υπουργείου των Εξωτερικών. Πέθανε το 1970. Είχε την τύχη να ζήσει αρκετόν καιρό δίπλα στον Καβάφη, να τον ακούει όταν μιλούσε, όταν συζητούσε, όταν αστειευόταν, να μαθαίνει τα καθέκαστα που τον αφορούσαν. Ο Γιάγκος Πιερίδης, στο έργο του Ο Καβάφης, Συνομιλίες-Χαρακτηρισμοί-Ανέκδοτα, παρουσίασε -10 χρόνια μετά το θάνατο του Καβάφη- εκείνο που μπόρεσε να δει από την ιδιόρρυθμη ζωή του, που αόριστα ξέρει το μεγάλο κοινό... Προσπάθησε να φωτίσει τη μορφή του, αυτήν την κάπως ασυνήθιστη και περίεργη μορφή… ανάβοντας κάποια απ’ τα σβησμένα κεριά των ημερών της ζωής του Καβάφη.
Πηγή: Γιάγκος Πιερίδης
Πατρίδα του πατέρα του Γιάγκου Πιερίδη είναι η Λεμεσός της Κύπρου, γεννήθηκε όμως στην Αθήνα στα 1898 και μεγάλωσε και μορφώθηκε στην Αίγυπτο. Ήταν υπάλληλος – προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης του Υπουργείου των Εξωτερικών. Πέθανε το 1970. Είχε την τύχη να ζήσει αρκετόν καιρό δίπλα στον Καβάφη, να τον ακούει όταν μιλούσε, όταν συζητούσε, όταν αστειευόταν, να μαθαίνει τα καθέκαστα που τον αφορούσαν. Ο Γιάγκος Πιερίδης, στο έργο του Ο Καβάφης, Συνομιλίες-Χαρακτηρισμοί-Ανέκδοτα, παρουσίασε -10 χρόνια μετά το θάνατο του Καβάφη- εκείνο που μπόρεσε να δει από την ιδιόρρυθμη ζωή του, που αόριστα ξέρει το μεγάλο κοινό... Προσπάθησε να φωτίσει τη μορφή του, αυτήν την κάπως ασυνήθιστη και περίεργη μορφή… ανάβοντας κάποια απ’ τα σβησμένα κεριά των ημερών της ζωής του Καβάφη.
Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Γύρω στο σπίτι μου έχω ό,τι χρειάζεται: το νοσοκομείο και την εκκλησία, είχε πει κάποτε ο Καβάφης. Μέσα σ’ αυτό το Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας πέθανε κι οι καμπάνες της πανάρχαιας Εκκλησίας του Αγίου Σάββα τον αποχαιρέτησαν νεκρό...
12 σχόλια:
Τον λατρεύω..
Καλημέρα, κ πολλά φιλιά!
...σαν έσβυνεν η λάμπα μου-
άφησα επίτηδες να σβήνει-
εθάρεψα που μπήκες
μες στην κάμαρά μου,
με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες,
ως θα ήσουν μες
στην κατακτημένην Αλεξάνδρεια,
χλωμός και κουρασμένος,
ιδεώδης εν τη λύπη σου...
(Καισαρίων, απόσπασμα)
-Επισκεφτηκα το Σπίτι του Καβάφη στην Αλεξάνδρεια πριν δέκα χρόνια,στην πρόσφατη επίσκεψη το βρήκαμε κλειστό λόγω Δευτέρας(προς ενημέρωση όσων βρεθούν κάποια μέρα στην Αλεξάνδρεια)
Πολύ ωραίο το αφιέρωμά σου, να μαθαίνουμε και τίποτα! Την καλησπέρα μου:)!
Πολύ δύσκολος και απρόσιτος μου φαίνεται άλλη μια φορά, ακόμα και μέσα από το αφιέρωμά σου
Καβάφης, ο αιώνιος και διαχρονικός... Δες κι εδώ για την οικία του: εδώ
roadartist,
και καλά κάνεις...
Καλησπέρα με φιλιά
VaD,
ωραίο το απόσπασμα...
Ευχαριστώ για την ενημέρωση γιατί το ταξίδι προς τα κει είναι μέσα στα άμεσα σχέδια
Newton,
Χαίρομαι αν όντως 'παίρνεις' κάτι... Καλησπέρααα!
phlou-flis,
όπως φαίνεται ήταν όντως δύσκολος και απρόσιτος ως άνθρωπος. Αλλά ως ποιητής μου φαίνεται πολύ πιο προσιτός από άλλους.
Phivos,
ευχαριστώ για την παραπομπή
ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΚΑΙ ΜΑΘΑΜΕ ΑΡΚΕΤΑ.
ΕΙΔΕΣ ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΣΤΙΣ 27/4 ;ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΒΕΒΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΑΛΛΑ ΕΧΩ ΚΑΛΕΣΕΙ ΑΡΚΕΤΟΥΣ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΝ
ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΝΑ ΕΧΕΙΣ.
JK O SKROUTZAKOS,
χαίρομαι που σου άρεσε.
Ευχαριστώ για την πρόσκληση στο μουσικο-παιχνίδι...
Καλή σου πρωτομαγιά!
Ωραίο αφιέρωμα !
Πολύ ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες που μας έδωσες Jaman Fou μου. Ιδιόρρυθμος ο Καβάφης, αλλά η ποίηση του αξεπέραστη. Μήπως όλοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι μεγάλοι δημιουργοί δεν είναι ιδιόρρυθμοι?
habilis,
το χρωστούσα στον εαυτό μου :)
Meropi,
βρήκα πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο του Πιερίδη...
Δημοσίευση σχολίου