Μετά το πρώτο επετειακό αφιέρωμα στον Αλεξανδρινό ποιητή εδώ, μου χρωστούσα κι ένα δεύτερο… αυτή τη φορά όμως με τον Καβάφη εκτός οικίας. [Η φωτογραφία γύρω στα 1900]. Έχουμε και λέμε, λοιπόν…
Με το ελαφρά κυρτωμένο του σώμα, περνούσε αργά τους κεντρικούς δρόμους με τα χέρια στις τσέπες, χαζεύοντας στις βιτρίνες, στα καφενεία, στα καζίνα. Λεπτοκαμωμένος γέρος με την αυστηρή μορφή και το ερευνητικό βλέμμα, έτοιμος να σταματήσει μπροστά στον άνθρωπο που θα είχε κάτι να του πει. Διαβάτης στα πεζοδρόμια με περίεργη φυσιογνωμία ξεχώριζε ανάμεσα στους άλλους διαβάτες. Οι θαμώνες των καφενείων ήξεραν πως ο σχεδόν κακοντυμένος αυτός γέρος λεγόταν Καβάφης, ότι έγραφε ποιήματα που του τύπωναν οι εφημερίδες και τίποτ’ άλλο. Οι υπόλοιποι, οι πολλοί, γνώριζαν τον τύπο, δίχως το όνομα, το επάγγελμα, ακόμα και την εθνικότητά του. Μα δεν είχε σημασία· σημασία γι αυτούς είχε ότι ο συμπολίτης τους μ’ ένα βλέμμα, μια χειρονομία, μια στάση του, τους ανάγκαζε να τον προσέξουν.
Περπατώντας ο ποιητής κουβέντιαζε συχνά με τον εαυτό του, μελετούσε ένα στίχο, συζητούσε μ’ έναν από τους ήρωές του, κουνούσε το κεφάλι και αμφέβαλλε… Αλίμονο στον μορφωμένο φίλο που θα συναντούσε. Του εκμυστηρευόταν τις αμφιβολίες και του ζητούσε τη γνώμη του, φέρνοντάς τον σε δύσκολη θέση. Τι ν’ απαντήσει κανείς στον Καβάφη! Σώπαινε λοιπόν ή πρόβαλλε άγνοια. Έτσι ο ποιητής συζητούσε με τον εαυτό του κάνοντας κάποιον μορφασμό ή μια χειρονομία γεμάτα νόημα… Οι διαβάτες δεν καταλάβαιναν, απολάμβαναν όμως τον ιδιότροπο συμπολίτη τους που σε μια εμπορική πόλη όπως η Αλεξάνδρεια, ποτέ δε βιαζόταν, ποτέ δεν έτρεχε να προφτάσει κάτι, ποτέ δε σκόνταφτε από τη βία του. Αντίθετα, συχνά σταματούσε απότομα στη μέση του πεζοδρομίου ή σε κάποιο σταυροδρόμι κι έμενε σκεφτικός κάμποση ώρα, ταξιδεύοντας ίσως στα περασμένα.
Ο έμπορος, ο μπακάλης, ο φρουτάς, τον γνώριζαν από κοντά. Ήταν από τους δύσκολους πελάτες που έπρεπε να προσέξουν και να περιποιηθούν, αν ήθελαν να ξεμπερδέψουν εύκολα μαζί του. Δύσκολος μα όχι στριφνός ή κουραστικός. Συνόδευε την παραγγελία του με χειρονομίες και λόγια που ήταν αδύνατο να μην προκαλέσουν την προσοχή και το χαμόγελο. Οι υπάλληλοι και οι πελάτες, δίχως να καταλαβαίνουν και πολλά, θέλγονταν από την κουβέντα του. Μάλλον άνοιγε επίτηδες κουβέντα για να τον γνωρίσουν όσοι δεν τον γνώριζαν. Όλα τα γκαρσόνια των καφενείων κι εστιατορίων τον ήξεραν και μιλούσαν για τις ιδιοτροπίες του. Έτρωγε τακτικά στο ίδιο εστιατόριο κι όμως έκανε πολλές απιστίες. Πήγαινε και σε άλλα και μόλις πρόφταινε να διδάξει τις συνήθειές του στα γκαρσόνια και εκείνα πρόφταιναν να συνηθίσουν τις παραξενιές του, έπαυε να πηγαίνει, για να γυρίσει πάλι φρέσκος μετά από καιρό.
Ο Καβάφης, τα 15 τελευταία χρόνια της ζωής του επεδίωξε τη δημοτικότητα. Έκανε ό,τι μπορούσε για να κερδίσει το χαμένο καιρό. Νέος, ήταν από τους κομψότερους αλεξανδρινούς· και μακριά από το λαό, ζούσε τη ζωή της μεγαλοαστικής τάξης όπου ανήκε. Έκανε τον περίπατό του μέσα σε μόνιππο, ήταν τακτικός στις δεξιώσεις και τις εσπερίδες και στο σπίτι του δεχόταν μόνο λίγους φίλους. Λίγοι έβλεπαν σ’ αυτόν το μελετηρό άνθρωπο και λιγότεροι τον ποιητή. Ό,τι λοιπόν έχασε στα χρόνια αυτά, θέλησε να τα κερδίσει όταν πια το έργο του άρχισε να αναγνωρίζεται.
Πολλοί απορούσαν πώς ο άνθρωπος αυτός που διατηρούσε ευλαβικά τις συνήθειες, που δεν ξεμύτισε από την περιφέρεια της αγαπημένης του Αλεξάνδρειας, που σχεδόν αγνοούσε το Κάιρο, που σχεδόν ποτέ δεν πήγαινε εκδρομή, απορούσαν πώς στην ηλικία του μετατοπιζόταν τόσο εύκολα από καφενείο σε καφενείο, από εστιατόριο σε εστιατόριο, από κεντρικό δρόμο σ’ απόκεντρο δρομάκι. Κι όμως είχε τους λόγους του. Ήθελε ν’ αντιληφθεί κατά πόσο ήταν γνωστό το όνομά του στον κόσμο των υπαλλήλων και καταστηματαρχών. Έριχνε ένα θέμα, σχολίαζε τις γνώμες των άλλων, κολάκευε κι έφευγε αφήνοντας τους ακροατές του να συζητούν τα λόγια του, να ρωτούν για το άτομό του, να ψιθυρίζουν τ’ όνομά του.
Δεν συναναστρεφόταν αποκλειστικά τους ανθρώπους της σκέψης. Ενδιαφερόταν για όλα τα ζητήματα και τους κλάδους της πρακτικής ζωής. Δεν είναι αλήθεια πως κλεισμένος στο σπίτι του και στον ποιητικό του κόσμο, εργαζόταν κάτω απ’ το φως των κεριών του αδιαφορώντας ή αγνοώντας τις άλλες εκδηλώσεις της ζωής. Συζητούσε με χρηματιστές, εμπόρους, επιστήμονες, δημοσιογράφους, εισοδηματίες. Είχε αποκρυσταλλωμένη γνώμη γι αυτούς και τα επαγγέλματά τους, θετική, τετράγωνη, βγαλμένη από την πείρα και την παρατήρησή του, τόσο, που εκείνοι απορούσαν πώς είναι δυνατό ο σοβαρός αυτός άνθρωπος να… χάνει τον καιρό του γράφοντας στίχους. Εκεί όμως που προκαλούσε τη γενική προσοχή των αλεξανδρινών και ήταν άφταστος, ήταν όταν μιλούσε για πρόσωπα της παλιάς Αλεξάνδρειας, πρόσωπα σημαντικά στη ζωή της πόλης, μα που έσβησαν χωρίς ν’ αφήσουν παρά αβέβαια ίχνη στο πέρασμά τους…
Σύχναζε, όπως είπαμε, σ’ ένα συγκεκριμένο εστιατόριο. Ποτέ όμως μόνος· με καλούς φίλους και περιστοιχισμένος από πολλούς άλλους τακτικούς και έκτακτους. Οποιαδήποτε συζήτηση κι αν είχαν, όταν έφτανε ο Καβάφης την έκοβαν για να ακούσουν τις δικές του απόψεις για τα παροικιακά και βέβαια γλιστρούσαν και σε παλιά γεγονότα. Ξεδίπλωνε με χρώμα, με νοσταλγία, με πίκρα, μια πτυχή της Αλεξάνδρειας, που πολύ αγάπησε. Σε τέτοιες στιγμές και οι πιο βέβηλοι -γιατί υπήρχαν κι αυτοί στην παρέα- λίγο από περιέργεια, λίγο από ευχαρίστηση, σώπαιναν και τον πρόσεχαν. Κι όταν ερχόταν η ώρα να φύγει, έβγαζε το ρολόι του -όπως έκανε και στο σπίτι του μα για άλλο λόγο- σημάδι πως πολυκάθησε ο ίδιος. Μετά πέντε λεπτά, φεύγω, έλεγε. Μετά πέντε λεπτά ακριβώς, καληνύχτιζε και τραβούσε πότε για το σπίτι του, πότε για άλλο ραντεβού, κι άλλοτε για κάποια λαϊκή συνοικία.
Ωστόσο, μια σοβαρή ανάγκη τον έσπρωχνε στα σοκάκια και τα λαϊκά καφενεία: η ανάγκη της περιπέτειας. Να γνωριστεί με νέους του λαού, να τους καταπλήξει, να τους θέλξει, να τους θαμπώσει με τη λάμψη του πνεύματός του, να τους κατακτήσει. Αυτός, ο αριστοκράτης της σκέψης, αναζητούσε τα ‘έμορφα’ παλληκάρια του λαού, καθόταν στο ίδιο τραπέζι μαζί τους, τους μιλούσε, τους εξέταζε, τους άκουε, τους επαινούσε. Τον συγκινούσαν την ώρα εκείνη κι αργότερα τη συγκίνησή του την έκανε έργο τέχνης…
Πηγή: Γιάγκος Πιερίδης
Πατρίδα του πατέρα του Γιάγκου Πιερίδη είναι η Λεμεσός της Κύπρου, γεννήθηκε όμως στην Αθήνα στα 1898 και μεγάλωσε και μορφώθηκε στην Αίγυπτο. Ήταν υπάλληλος – προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης του Υπουργείου των Εξωτερικών. Πέθανε το 1970. Είχε την τύχη να ζήσει αρκετόν καιρό δίπλα στον Καβάφη, να τον ακούει όταν μιλούσε, όταν συζητούσε, όταν αστειευόταν, να μαθαίνει τα καθέκαστα που τον αφορούσαν. Ο Γιάγκος Πιερίδης, στο έργο του Ο Καβάφης, Συνομιλίες-Χαρακτηρισμοί-Ανέκδοτα, παρουσίασε -10 χρόνια μετά το θάνατο του Καβάφη- εκείνο που μπόρεσε να δει από την ιδιόρρυθμη ζωή του, που αόριστα ξέρει το μεγάλο κοινό... Προσπάθησε να ανάψει κάποια απ’ τα σβησμένα κεριά των ημερών της ζωής του Καβάφη, για να φωτίσει τη μορφή του, αυτήν την κάπως ασυνήθιστη και περίεργη μορφή…
8 σχόλια:
Πολύ όμορφο αφιέρωμα. Εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι επιπλέον μαθαίνουμε για τον Καβάφη. Να είσαι καλά!
ενδιαφερότατο! να 'σαι καλά που το μοιράστηκες. καλό σου απόγευμα!
Περιμένοντας τους Bαρβάρους
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
....................................
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Πόσο επίκαιροι στίχοι,μέσα στην αδυναμία μας να βρούμε λύσεις!
Ωραίος και διαχρονικός ο Καβάφης!
KATAΠΛΗΚΤΙΚΟΣ Ο ΚΑΒΑΦΗΣ.ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΟΜΟΡΦΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ.ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ.
Ομορφο post !!!
Καβάφης!
Το έχω ξαναπεί!
Ο αγαπημένος μου!!
Καλό βραδάκι!
:))
ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΜΟΥ @ΦΙΛΟΙ,
ευχαριστώ σας για την επίσκεψη και τα σχόλια.
Δημοσίευση σχολίου