Από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το μοτίβο του τρένου είναι ο Άγγλος William Turner το 1844, όταν ζωγραφίζει, μ' έναν ταραχώδη τρόπο, μιαν αόριστη ατμομηχανή σ' ένα συγκεχυμένο τοπίο.
-*-*-* -
Τα τρένα ολοκληρώνουν την πορεία τους εντός των σιδηροδρομικών σταθμών· οι νέοι καθεδρικοί ναοί της βιομηχανίας. Ο Monet συχνάζει στον σταθμό Saint-Lazare που γνωρίζει καλά και απεικονίζει το εσωτερικό του με πίνακες. Δημιουργεί ένα κινούμενο αστικό τοπίο, προβάλλοντας περαστικούς και ταξιδιώτες και κυρίως τη μεταλλική αρχιτεκτονική που θεωρούνταν ιδιαίτερα άσχημη. Παρά τον βρυχηθμό των τρένων και τη σκόνη, ο Monet στήνεται για μέρες με τα χρώματά του, προσπαθώντας να αποτυπώσει την αίσθηση του φωτός μέσα από τα τζάμια και τους πυκνούς καπνούς· ελκυστικό για έναν καλλιτέχνη ιμπρεσιονιστή. Δεν υπάρχει πίνακας του σταθμού Saint-Lazare που μοιάζει με άλλον, αφού αλλάζει η ατμόσφαιρα και το φως. Αυτό, δίνει τη δυνατότητα στον ζωγράφο να παραθέσει μια διαδοχή εικόνων, αφού ένας μόνο πίνακας δεν ήταν πλέον σε θέση να αποδώσει την εμπειρία της οπτικής του σύγχρονου πολίτη.
Και ανάλαβαν οι ιμπρεσιονιστές Auguste Renoir, Edgar Degas, Gustave Caillebotte να δείξουν με εικόνες αυτό που οι άνθρωποι της εποχής τους ένιωθαν: την κίνηση, την αλλαγή, τη ροή της μοντέρνας ζωής. Δεν δημιουργούν στο μυαλό τους, εκ των προτέρων, μια ιδανική αναπαράσταση της πραγματικότητας για να την απεικονίσουν, αλλά δίνουν την αίσθηση ότι η πραγματικότητα είναι αυτή που εισέρχεται στο οπτικό τους πεδίο. Προσπαθούν να απεικονίσουν αυτό που εκτυλίσσεται, που τυχαίνει· δηλαδή την αβεβαιότητα. Μέχρι τότε, από την εποχή της Αναγέννησης και την κατασκευή της προοπτικής, όλα γίνονταν για να μπορούν να αποδίδονται μόνο όσα προβλέπονταν και προβάλλονταν.
Η ένταση της πόλης ενθουσιάζει και τον Gustave Caillebotte. Η πόλη είναι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι σταματούν για να δουν τι συμβαίνει γύρω τους. Είναι πίνακες χωρίς αφήγηση, δεν εξιστορούν κάτι, είναι απλώς η εμπειρία του σύγχρονου ανθρώπου στην πόλη.
Οι επόμενοι, της δεκαετίας 1880 και 1890, συνδέουν τη γενιά των Ιμπρεσιονιστών με αυτήν του
Κινηματογράφου. Αυτοί οι ζωγράφοι θα κάνουν το έργο πιο περιγραφικό
και αφηγηματικό. Έτσι, όταν ο κινηματογράφος εμφανίζεται τη δεκαετία του 1890,
αυτά τα αστικά θέματα γίνονται πολύ δημοφιλή· ένα κλισέ της
νεωτερικότητας.
Σε αυτούς τους πολυσύχναστους
δρόμους, το βλέμμα είναι διαρκώς απασχολημένο. Νέες εικόνες εμφανίζονται
στους τοίχους· οι αφίσες. Με την άνοδο των πολυκαταστημάτων, του
εικονογραφημένου τύπου και της πληθώρας των θεαμάτων που διαθέτει η γαλλική
πρωτεύουσα, οι αφίσες είναι κολλημένες παντού κάνοντας το Παρίσι να μοιάζει με
μια τεράστια οθόνη.
Ο 19ος αι. επιτρέπει τα προϊόντα να γίνονται διαθέσιμα, χωρίς το ‘κατά παραγγελία’. Και τότε εμφανίζονται οι επωνυμίες. Τα αμέτρητα χαλάσματα των τοίχων - επί κατεδαφίσεων του Βαρόνου Οσμάν - γέμισαν με τοιχογραφίες και διαφημίσεις, ενώ τα κιόσκα γεμίζουν διαφημιστικές αλλά και θεατρικές αφίσες. Υπάρχει μια βαθμιαία εισβολή μέσω εικόνων, κειμένων, επωνυμιών, ονομάτων, που σταδιακά γεμίζουν τον δημόσιο χώρο μέχρι κορεσμού.
Πέντε Παγκόσμιες Εκθέσεις διοργανώνει το Παρίσι τα έτη 1855, 1867, 1878, 1889 και 1900. Και η γαλλική πρωτεύουσα σύντομα θα ονομαστεί η
Πόλη του Φωτός, μα και του θεάματος. Οι
επισκέπτες, που ξεπερνούν όλον τον πληθυσμό της Γαλλίας, έρχονται να δουν τα πρώτα διαμορφωμένα αξιοθέατα, που αφορούν την τεχνολογία, τη βιομηχανία, την αρχιτεκτονική κοκ. Το κοινό συνειδητοποιεί το μέγεθος
αυτής της επανάστασης που τότε συγκλόνισε όλον τον κόσμο. κλικ
Επανερχόμαστε στον Claude Monet. Μετά τον σταθμό Saint-Lazare, συνεχίζει τη
σειρά των έργων του σε έναν χώρο, αυτόν της γκαλερί. Παρουσιάζει σειρές μονοθεματικές με διαφορετικά σκηνικά και φωτισμούς. Με τις λεύκες και κυρίως τους καθεδρικούς ναούς, προσφέρει μια μοναδική οπτική γωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1890, με κινηματογραφικό ή χρονοφωτογραφικό τρόπο. Οι θεατές νιώθουν ότι
κοιτάζουν έναν ζωντανό πίνακα ζωγραφικής, επειδή η διαδοχή δίνει την αίσθηση
της ροής του χρόνου, αλλά και λόγω χρώματος.
Παράλληλα, ένας άλλος μεγαλοφυής εφευρέτης, ο Emile Reynaud, ζωντανεύει τις ζωγραφισμένες εικόνες με το πραξινοσκόπιο που κατοχυρώνει το 1877. Προσθέτοντας ένα σύστημα προβολής, μεταμορφώνει τις εικόνες σε οπτικό θέατρο. Εντυπωσιακή εφεύρεση που παρουσιάστηκε το 1892. κλικ
Στο Παρίσι του
1894, σ’ ένα λαμπερό κατάστημα ηλεκτρισμού στη
μεγάλη λεωφόρο υπάρχουν κλειστά κιβώτια ύψους 1,5 μ. Για να δει κανείς στη σχισμή πρέπει να πληρώσει 25 σεντς. Και γίνεται
το έλα να δεις. Ο Antoine Lumière παρατηρεί το φαινόμενο και πιστεύει ότι μπορεί να το πάει ένα βήμα παραπέρα.
Βρίσκεται στο Παρίσι για μια επίδειξη του Κινητοσκόπιου, έχοντας μια σαφή εικόνα στο μυαλό του: «πρέπει να βγει η εικόνα από το κουτί και να προβληθεί στη μεγάλη οθόνη. Και γυρνώντας στη Λυών, οι γιοι μου θα βρουν την άκρη». Με το
κινητοσκόπιο μόνο ένας θεατής μπορεί να απολαύσει το θέαμα.
Για πρώτη φορά αναπαράγεται ο κόσμος και ζωντανεύει. Τόσο ο Louis Lumière όσο και οι περισσότεροι από τους πρώτους κινηματογραφιστές, βασίστηκαν στην εμπειρία του φωτογράφου για να δώσει σωστά καδραρισμένα πλάνα. Εκείνη την εποχή, ο κινηματογραφιστής δεν είχε φακό, οπότε έπρεπε να είναι εξαιρετικά ικανός, με κάποια καλλιτεχνική ευαισθησία, μια αίσθηση πλαισίου και σύνθεσης. Ο Lumière ήταν φωτογράφος, ήξερε να δημιουργεί εικόνες και να κάνει ταινίες. Αναρωτήθηκε πού να βάλει την κάμερα, ποιο είναι το θέμα, τι είναι το εντός και το εκτός κάδρου κοκ.
Αυτό που βρίσκουν στις ταινίες δεν ήταν οι μεγάλες ιστορίες. Βρίσκουν τους εαυτούς τους. Έναν άλλο τρόπο να δουν την δική τους εμπειρία. Συχνά κάποιος περπατά τυχαία μέσα στην ταινία και κοιτάζει στην κάμερα, όχι επειδή είναι αφελής αλλά επειδή κατανοεί ότι τον φωτογραφίζουν. Εφεξής, μπορείς να ενσωματωθείς σε μια ταινία, μπορείς να είσαι μια κινούμενη εικόνα, που θα ζήσει για πάντα. Από εκείνη τη στιγμή, οι άνθρωποι αρχίζουν αργά, αλλά αναπόφευκτα, με μια επιταχυνόμενη ασυνείδητη προσαρμογή, να συμπεριφέρονται σαν να κινηματογραφούνται, να είναι οι ίδιοι μια ταινία. Και αυτό επιταχύνεται μαζικά τα τελευταία 20 χρόνια, επειδή όλοι έχουν μια κάμερα στην τσέπη. Κατά μία έννοια, η νεωτερικότητα έγκειται στο ότι οι άνθρωποι δεν βλέπουν νέα πράγματα αλλά ότι βλέπουν να αναπαρίστανται αυτά που έχουν ήδη δει. Ο κόσμος γίνεται μια εικόνα, και βλέπεις την εικόνα του κόσμου σου άλλη μια φορά. Κι αυτό σου δίνει την αίσθηση ότι ανήκεις σε κάτι μεγαλύτερο από την εμπειρία σου, που είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης ζωής.
Ο Lumière κάνει τις πρώτες
προβολές στα τέλη Δεκεμβρίου 1895 στο Παρίσι. Ανοίγει την Αίθουσα Lumière στη
Λυών τέλη Ιανουαρίου 1896 και προσλαμβάνει νέους εικονολήπτες τους οποίους
στέλνει σε όλον τον κόσμο. Την διεθνοποίηση του κόσμου, που είχε
ήδη ξεκινήσει η φωτογραφία, ο κινηματογράφος την πολλαπλασιάζει
στη νιοστή. Υπήρχε αυτή η φιλοδοξία συγκέντρωσης όλου του κόσμου που θα
μπει σε μια μικρή μηχανή και θα εξαπλωθεί σαν ένα θέαμα-όραμα. Σήμερα δεν μπορούμε να
φανταστούμε τι σήμαινε αυτό. Είναι κάτι πολύ μακρινό, απρόσιτο που όμως μας
αγγίζει.
Το
κινηματογραφικό μέσο ανακαλύπτει επίσης τον εαυτό του. Με τα πρώτα σκηνοθετικά
εφέ όπως το travelling,
αυτή η εμπειρία της όρασής μας καθώς προχωρά στον χώρο καταγράφεται
πλέον από την κάμερα. Ο κινηματογραφιστής Alexandre Promio που δούλευε για
τους Lumière, γύρισε το πρώτο travelling
στο μεγάλο κανάλι της Βενετίας το 1896, μπροστά από μια
σειρά σπιτιών, στο προσκήνιο βάρκες και γόνδολες που περνούν απ’ την
αντίθετη μεριά προσθέτοντας μια παράξενη επιτάχυνση στην εικόνα. Είναι τόσο
καλά κινηματογραφημένο που διατηρεί την αξία του μέχρι και σήμερα.
Το κινηματογραφικό λεξιλόγιο που αναπτύσσεται σταδιακά είναι αρκετές φορές αποτέλεσμα τύχης, όπως συνέβη και στην προβολή μιας ταινίας των Lumière το 1897, όπου εξαιτίας ενός σφάλματος, ένας τοίχος που είχε καταστραφεί εμφανίζεται ξαφνικά να ορθώνεται εκ νέου μπροστά στο έκπληκτο κοινό. Αυτή είναι η πραγματική εφεύρεση του κινηματογράφου· η ικανότητα για πρώτη φορά στην ιστορία να βλέπεις κάτι να πηγαίνει πίσω. Πώς συνέβη; κάποιος κίνησε τη μανιβέλα της κάμερας χειροκίνητα μπροστά και μετά πίσω. Έτσι προέκυψε το εφέ της αντίστροφης κίνησης. Γιατί όχι;
Η μανιβέλα της κάμερας αποδεικνύεται ότι είναι μια μηχανή θαυμάτων αλλά και μηχανή αφήγησης. Παράλληλα με τις εικόνες του κόσμου, οι χειριστές - που δεν αποκαλούνται ακόμα σκηνοθέτες ή κινηματογραφιστές - προσπαθούν να αφηγηθούν τις ιστορίες τους. Δεν υπάρχει το μοντάζ ούτε η τελειότητα της αφήγησης όπως θα αναπτυχθεί τη δεκαετία του 1910 και λίγο αργότερα. Και για να αφηγηθούν τις ιστορίες τους χρησιμοποιούν ένα υπάρχον εικονογραφικό ρεπερτόριο που βασίζεται ήδη στη συλλογική φαντασία. Βρίσκουμε πίνακες που είχαν μεγάλη επιτυχία στα σαλόνια, που διαδόθηκαν μετά, με τη λιθογραφία, την αναπαραγωγή στον Τύπο, τη φωτογραφία και την καρτ-ποστάλ.
Έτσι, ο πρώιμος κινηματογράφος αντέγραψε και ανακύκλωσε δημοφιλείς εικόνες της εποχής - κυρίως των Ακαδημαϊκών ζωγράφων: Gérôme, Merson, Delaroche κά - δημιουργώντας έτσι ένα κύκλωμα οπτικών μοτίβων που περνούσε από τη ζωγραφική στα έντυπα και από εκεί στο σινεμά. Οι ιμπρεσιονιστές - Monet, Renoir κά - έγιναν πραγματικά διάσημοι πολύ αργότερα από τότε που ζωγράφιζαν, αφού στην εποχή τους χλευάζονταν από τους Ακαδημαϊκούς ως άτεχνοι. Ωστόσο, οι ιμπρεσιονιστές είχαν τεράστια σημασία για τη γέννηση του κινηματογράφου, ακριβώς επειδή εισήγαγαν νέους τρόπους να 'βλέπουμε' τον χρόνο, το φως, την κίνηση.
Μια τέτοια περίπτωση, αντιγραφής και ανακύκλωσης δημοφιλών εικόνων είναι και οι ηρωικές αφηγήσεις και οι μάχες του Alphonse de Neuville, γνωστού για τις πατριωτικές απεικονίσεις στρατιωτικών επεισοδίων. Αναπαράγονται όχι μόνο στον πίνακα αλλά και μπροστά από την κάμερα για να την προβάλουν πάνω στη μεγάλη οθόνη.
Η επεξεργασία της εικόνας θα
εμπλουτίσει σταδιακά το κινηματογραφικό λεξιλόγιο και με τη δημιουργία ψευδαισθήσεων. Μεταφέρονται κόλπα του
θεάτρου αλλά και ταχυδακτυλουργικά για να ενθουσιάσει ακόμη περισσότερο το κοινό και
να το κάνει να ονειρευτεί. Ο κινηματογράφος είναι η τέχνη του αληθοφανούς ψέματος για να μεταμορφώσει την πραγματικότητα.
Το χρώμα γίνεται το κύριο ζητούμενο του κινηματογράφου. Με χρωματισμένα πλάνα ή
ζωγραφισμένα με το χέρι πάνω στο φιλμ, τα χρώματα δίνουν πλαστικότητα στην
εικόνα και μερικές φορές χορεύουν στο πανί ξεφεύγοντας από το περίγραμμα των μορφών.
Η προβολή της εικόνας είναι επίσης
εφικτή από τη δεκαετία του 1850 κυρίως χάρη στις δημοφιλείς στερεοσκοπικές
εικόνες: δύο σχεδόν ίδιες εικόνες του ίδιου θέματος, τραβηγμένες από ελαφρώς διαφορετικές γωνίες, όπως ακριβώς βλέπουν τα δύο ανθρώπινα μάτια. Με ειδικά γυαλιά, ο εγκέφαλος συνδυάζει τις δύο εικόνες δημιουργώντας την αίσθηση βάθους· δηλαδή μια ψευδαίσθηση τρισδιάστατης εικόνας. Έτσι, προσφέρονται ανάγλυφες εικόνες ή, μέσω του εφέ του καθρέφτη, ακόμα και εικόνες ανθρώπων που κοιτάζουν
μέσα στις ίδιες τις μηχανές. Είναι εντυπωσιακός σήμερα ο πλούτος των
απεικονίσεων των ανθρώπων που κοιτάζουν άλλους ανθρώπους. Η εικόνα του
θεατή-παρατηρητή είναι πανταχού παρούσα, και τελικά, αυτό αποτελεί τους σύγχρονους θεατές, που παρακολουθούμε μαζί ένα θέαμα· είναι η εφεύρεση ενός συλλογικού βλέμματος, αλλά και σώματος.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αι. άρχισε να διαμορφώνεται το κοινό. Του προσφέρονταν οπτικά παιχνίδια, εκδηλώσεις, εκθέσεις και αξιοθέατα που του επέτρεπαν να βλέπει τα πανοράματα σε 360ο, να νιώθει ναυτία από τη θάλασσα ή να πετά μέσα σε τεράστιες μηχανές ψευδαισθήσεων. Ο κινηματογράφος πρέπει να βρει τη θέση του ανάμεσα στις εκθέσεις και τα μουσικά καφέ όπου προβάλλεται. Οι αίθουσες φωτίζονται, οι άνθρωποι μπορούν να σηκωθούν, να κινηθούν, να μιλήσουν ταυτόχρονα, να αλληλεπιδράσουν με τον κράχτη, τον άνθρωπο που σχολιάζει και παρουσιάζει αυτές τις ταινίες.
Με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο
κινηματογράφος αναδεικνύεται ως ένα θέαμα και βιομηχανία σε πλήρη άνθηση. Δεν
έχει ακόμη αναγνωριστεί ως τέχνη αλλά ήδη περιλαμβάνει και συγχωνεύει ζωγραφική, θέατρο, αρχιτεκτονική, λογοτεχνία, φωτογραφία. Συνεχίζει
να πειραματίζεται και να εφευρίσκει τη γλώσσα του για να επιβληθεί ως ένα
αυτόνομο μέσο. Με τη σειρά του, θα γίνει πηγή έμπνευσης και επιρροής
προκαλώντας μια επανεφεύρεση. Οι ζωγράφοι θα απελευθερωθούν από την
πιστή αναπαράσταση της φύσης. Οι συνθέσεις τους θα κατακερματιστούν
αποβάλλοντας όλες τις προηγούμενες εμπειρίες. Και σε μας, το κοινό, θα επιβληθεί
οριστικά ένας νέος τρόπος να βλέπουμε και να δημιουργούμε εικόνες: ο
κινηματογραφικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου