25/11/07

Γούστο μου και καπέλο μου...

Αναζητώντας το ωραίο...
της Γεωργίας Καλοδίκη
ΠΟΛΥΤΟΝΟ τεύχος 22
Τί είναι γούστο;
Το ζήτημα είναι εξαιρετικά επίκαιρο εφόσον ζούμε σε μια πολυσυλλεκτική εποχή, αναμφισβήτητα πλούσια σε ποικίλες καλλιτεχνικές, πολιτισμικές και κοινωνικές τάσεις και κατευθύνσεις. Η μεταμοντέρνα κουλτούρα μας κληροδότησε την αντίληψη του «anything goes», όπου το κάθε τι μπορεί να ταιριάξει και να συγχωνευτεί με το οτιδήποτε. Στον τομέα της μουσικής ειδικότερα, η έννοια του εκάστοτε στυλ διευρύνεται πλέον πολύ συχνά -είτε για εμπορικούς είτε για αισθητικούς λόγους - για να συμπεριλάβει ακούσματα λαϊκά, ethnic, jazz, νεορομαντικά, σε βαθμό που πλέον τα υφολογικά όρια καθίστανται εξαιρετικά ασαφή επηρεάζοντας αναπόδραστα την αισθητική του ακροατή.

Γενικά η έννοια γούστο (λατ. Gustus: γεύση), με άλλα λόγια το προσωπικό κατ' αρχάς αισθητικό κριτήριο του κάθε ανθρώπου, έχει απασχολήσει πολλούς θεωρητικούς της Φιλοσοφίας της Τέχνης, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται κατά κόρον στο λεξιλόγιο του καθημερινού ανθρώπου του Δυτικού Πολιτισμού. Μετά την φράση «είναι θέμα γούστου», κάθε περαιτέρω επιχειρηματολογία χάνει κάθε ενδιαφέρον, μια και το γούστο του καθενός είθισται να αποτελεί έννοια αδιαπραγμάτευτη.

Το γούστο σήμερα πλέον είναι συνώνυμο της ελευθερίας τής έκφρασης και των αισθητικών επιλογών του ανθρώπου, μια και ως ένα βαθμό είναι διαπιστωμένη επιστημονικά η εξάρτησή του από τα βιώματα, την παιδεία, την ιδιοσυγκρασία, την προσωπική αίσθηση του μέτρου και των αναλογιών, καθώς και από κάποια εξατομικευμένα χαρακτηριστικά της φυσιολογίας του ανθρώπου όπως π.χ την ευαισθησία σε συγκεκριμένα χρώματα ή ήχους. Επιπρόσθετα η αίσθηση του γούστου - σε κάποιο βαθμό - καλλιεργείται και εκλεπτύνεται καθ' όλη την διάρκεια της ζωής μας.

Παρ' όλα αυτά, οι χαρακτηριστικές αισθητικές τάσεις οι οποίες αντικατοπτρίζουν το συλλογικό γούστο κάθε εποχής είναι μια πρώτη ένδειξη ότι το αισθητικό μας κριτήριο τελικά δεν είναι και τόσο προσωπικό ή απρόβλεπτο. Ενδιαφέρον έχει η άποψη του David Hume, άγγλου εμπειριστή φιλοσόφου του 18ου αιώνα, στο δοκίμιό του «Σχετικά με το κριτήριο του γούστου» όπου λέει ότι αν εξετάσουμε το γούστο διαφόρων τύπων ανθρώπων, όλοι θα συμφωνήσουν ότι π.χ. το κομψό και πνευματώδες γράψιμο προκαλεί τέρψη, ενώ το στομφώδες και επιτηδευμένο αποστροφή. Ακριβώς όμως επειδή δεν είναι δυνατόν να απολαμβάνουμε όλοι οι άνθρωποι κάτι με την ίδια ένταση, οι προσωπικές προτιμήσεις δεν αποτελούν σαφές προϊόν κριτικής.

Στον χώρο της Τέχνης ειδικότερα, το καλλιτεχνικό γούστο του δημιουργού είναι συνώνυμο των καλλιτεχνικών του επιλογών. Έτσι, είναι αυτονόητο ότι ένα καλό μουσικό έργο κρίνεται ομόφωνα ως τέτοιο λόγω αυτών των επιλογών που μπορεί να αφορούν το υλικό, την εσωτερική συνάφεια και συνοχή, την αίσθηση των αναλογιών, την συνδυαστική ικανότητα του συνθέτη κτλ. Βλέπουμε λοιπόν ότι εδώ το γούστο δεν αποτελεί κάποιο μυστήριο όσον αφορά την εντόπιση και αντικειμενικοποίησή του.

Δυστυχώς στον χώρο της μουσικής, μιας τέχνης που μοιραία λόγω της φύσης της πρώτης ύλης της - των ήχων - έχει ως αποτέλεσμα να «υπηρετεί τις απλοϊκότερες συγκινήσεις» (G. Santayana, Beardsley σ. 315-319) ακόμα και του εντελώς αμύητου ακροατή, η κατανόηση του βαθμού αρτιότητας ενός έντεχνου έργου συχνά αποκτά αυθαίρετα υποκειμενικό χαρακτήρα σε τέτοιο βαθμό που καθιστά την αποτίμησή του αδύνατη. Έτσι η τέχνη των ήχων «καθηλώνεται» στην λειτουργία των πρωτογενών συμβόλων των ηχητικών συμβάντων (ένταση - χαλάρωση, λύπη - χαρά κτλ), λόγω άγνοιας, έλλειψης εξοικείωσης ή επιπολαιότητας. Ποιος θα αμφισβητήσει την τραχύτητα του διαστήματος 7ης μεγάλης ή το εύηχο άκουσμα μιας μείζονος συγχορδίας;

Στην πραγματικότητα όμως, η εντόπιση στοιχείων όπως η επινοητικότητα, η φαντασία, η ενότητα, η συνδυαστική ικανότητα, η συνέπεια του υλικού αλλά και το γούστο του δημιουργού -όλα αυτά πάντα ενταγμένα στο πνεύμα της κάθε εποχής- προϋποθέτει ένα πλούσιο μουσικά γνωστικό υπόβαθρο χωρίς το οποίο η κριτική αξιολόγηση ενός έργου τέχνης είναι ανέφικτη. Η γενική αποδοχή ενός αριστουργήματος έχει σαν εφαλτήριο την δυνατότητα ανίχνευσης των παραπάνω στοιχείων και την διατύπωση οικουμενικών και αντικειμενικών μέτρων αξιολόγησης.

Είναι βέβαια αυτονόητο ότι η ένταση της προσωπικής απόλαυσης μπροστά στο ωραίο σίγουρα εξατομικεύεται και αυτό είναι ευθέως ανάλογο με το γούστο τού κάθε ατόμου. Σύμφωνα με τον εμπειριστή φιλόσοφο του Διαφωτισμού Edmund Burke - ο οποίος ανέπτυξε μια ολόκληρη συλλογιστική σχετικά με την καλαισθητική κρίση -κάποιοι άνθρωποι είτε από μεγαλύτερο βαθμό ευαισθησίας είτε λόγω παρατεταμένης προσήλωσης στο αντικείμενο, έχουν περισσότερο ή λιγότερο γούστο (Εισαγωγή για το γούστο, 1789, σ. 11-12).

Μια σύντομη ματιά στην ιστορία του πνεύματος θα μας πείσει ότι ήδη από την Αρχαία Ελλάδα υπήρχε ζωηρό ενδιαφέρον για ζητήματα συγκριτικής αξιολόγησης στην Τέχνη. Τί καθιστά ένα έργο ωραίο; Για τον Πλάτωνα η ενότητα, η κανονικότητα και η απλότητα συνιστούν την αρχή της ταυτότητας στην ομορφιά, ενώ οι μουσικοί αξιολογούνταν στην ιδανική του Πολιτεία με βάση την ηθική τους επίδραση στην διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Το ωραίο για αυτόν είναι «ωφέλιμη ηδονή» (Γοργίας 474d). Ο Αριστοτέλης καταπιάνεται στην Ποιητική του με το ερώτημα «τί συνιστά μια καλή τραγωδία» και αντιλαμβάνεται την Τέχνη ως Τάξη. Γενικότερα, το μέτρο και η συμμετρία αποτέλεσαν τα ιδεώδη της κλασικής εποχής.

Η θαυμαστή διάκριση ανάμεσα στο ωραίο και στο ταιριαστό από τον ιερό Αυγουστίνο στην νεανική του πραγματεία για την αισθητική (De Pulchro et Apto, 381 μ.Χ.), σχετικοποίησε την αισθητική απόλαυση. Έτσι υπάρχει το καθ' αυτό ωραίο ή κάτι που είναι ωραίο μόνο αποτελώντας μέρος ενός συνόλου (ταιριαστό). Αυτή η διαπίστωση έχει τεράστια φιλοσοφική σημασία για την μουσική, μια και ένας αντικειμενικά κακός και ακατέργαστος ήχος μπορεί να αποκτήσει εξαιρετικό ενδιαφέρον αν συνταιριαστεί ευφυώς.

Επίσης μια άκρως γοητευτική τοποθέτηση για το τί είναι τελικά αυτό που συγκινεί και αρέσει στην Τέχνη, διατυπώθηκε από τον Leon Battista Alberti, μεγάλο αρχιτέκτονα της πρώιμης Αναγέννησης, ο οποίος πίστευε ότι είναι αδύνατο να τροποποιήσουμε, έστω και στο ελάχιστο, κάποιο τμήμα ενός ωραίου έργου, είτε προσθέτοντας είτε αφαιρώντας κάτι, χωρίς να καταστρέψουμε το σύνολο. Έτσι το ωραίο έργο είναι απολύτως ισορροπημένο όσο και εύθραυστο, έχοντας τον υψηλότερο βαθμό εσωτερικής συνοχής και συνέπειας. Η θέση αυτή έχει τεράστιες συνέπειες στην μετέπειτα εξέλιξη της Ευρωπαϊκής τέχνης καθώς η έννοια του «έργου» είναι κυρίαρχη ως τις μέρες μας.

Συμπερασματικά, η αναζήτηση του ωραίου που παράγεται μέσα από έντονη πνευματική προσπάθεια, όπως συμβαίνει στην Τέχνη, προϋποθέτει τελικά την προσπάθεια εύρεσης κοινά αποδεκτών κριτηρίων καλλιτεχνικής αποτίμησης. Η άρνηση αυτής της προσπάθειας με δικαιολογία την δαιμονοποίηση του προσωπικού γούστου, υποβαθμίζει την σχέση του ανθρώπου με την καλλιτεχνική δημιουργία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: