Pablo Diego José Francisco de Paula Juan Nepomuceno María de
los Remedios Cipriano de la Santísima Trinidad Ruiz y Picasso
Έτσι αποτύπωσε μία από τις γυναίκες (σύζυγοι, ερωμένες,
μούσες) της ζωής του ο Ισπανός ζωγράφος. Και το όνομα αυτής, Marie-Therese Walter...
46 αυτός το
1927, 17 αυτή αγνοούσε τη φήμη του όταν της συστήθηκε στο μετρό του Παρισιού
μετά τα ψώνια της από την Γκαλερί Λαφανιέτ.
Η σχέση τους
κρατήθηκε μυστική ως το 1932 όταν πραγματοποιείται η μεγάλη έκθεση του Πικάσο στο Παρίσι, όπου εκτίθενται μεταξύ άλλων οι πίνακες Το Όνειρο και Η
Διάλεξη. Για πρώτη φορά το μυστικό τους βγαίνει στη φόρα, αφού μέχρι τότε, στα έργα του η Μαρί-Τερέζ εμφανιζόταν συγκαλυμμένα, με
τα χαρακτηριστικά της να ενσωματώνονται στο φόντο των πινάκων.
Μαζί της το
1935 αποκτά μια κόρη, τη Μάγια, (όντας ήδη παντρεμένος με την Ρωσο-Ουκρανή
χορεύτρια Olga Stepanovna Khokhlova) ώσπου το 1937 την... αντικαθιστά με
την επόμενη ερωμένη του. Η Μαρί-Τερέζ (όπως και άλλες γυναίκες του πριν και
μετά) αυτοκτόνησε το 1977...
Το Όνειρο αγοράστηκε
από τον μεγιστάνα του καζίνο του Λας Βέγκας, Στιβ Γουίν, το 1997 έναντι 48
εκατ. δολαρίων. Όταν ετοιμαζόταν να τον μεταπουλήσει στην τιμή των 139
εκατ. δολαρίων, ακυρώθηκε η συναλλαγή εξαιτίας ενός σκισίματος που ίδιος
προκάλεσε στο κέντρο του πίνακα…
ΙΙα
57 χρόνια μετά, η Κική Δημουλά εμπνέεται και 'αναλύει' υπέροχα Το Όνειρο του
Πικάσο σ' ένα ποίημα με τίτλο Σύνδρομο (από την ποιητική της συλλογή Το
Τελευταίο Σώμα μου)
Κοιτάζοντας τὸν πίνακα τοῦ Πικάσο «Τὸ Ὄνειρο»
Ἔχω κρεμάσει αὐτὸν τὸν πίνακα σὰν δόλωμα
στὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου
μήπως τσιμπήσει τανυσμὸς γκρεμιστῆς,
τὸν ἔχω σὰν φουρνέλο
μὴ καὶ τὴν ἀνατίναζε συθέμελα
τὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου.
Καθιστὸ κοιμᾶται τὸ κορίτσι.
Καθιστὸς ἀπαγγιάζεις καλύτερα στὸ σῶμα σου,
εἶσαι πιὸ ἕτοιμος νὰ γίνεις δικός σου: νὰ ὀνειρευτεῖς.
Τοῦ ὑπερβατικοῦ ἡ ἀνατομία ἐπέτρεψε στὸ σῶμα αὐθαιρεσίες σάρκινες.
Κοιμᾶται τὸ κορίτσι ἐνῷ πίσω ἀπὸ τὸ χαλαρὸ φουστάνι της
ὁ ἕνας μαστὸς ἀνατέλλει γιὰ νὰ θηλάσει ἡ λαίμαργη ἀφαίρεση.
Σπασμένη τοῦ λαιμοῦ ἡ ἀντίσταση καὶ τὸ κεφάλι, ἀπελεύθερο,
σὰν γελαστὸ αὐτὶ ἀκούμπησε στὸν ὦμο
πού, περιγελαστὴς τῆς συμμετρίας, εἶναι πιὸ ὑψωμένος ἀπ᾿ τὸν ἄλλο,
στοιβάδα τόλμης.
Τὴν ὕπαρξή του ἀφουγκράζεται τὸ κορίτσι: παράνομες κλεφτὲς μετακινήσεις,
μιὰ μετατόπιση τοῦ Εἶναι λίγο πιὸ δῶ λίγο πιὸ κεῖ,
θέσεις ποὺ ἀνεφοδιάζονται μὲ θέσεις.
Ἡ μύτη,
πράσινη χαρακωτὴ γραμμὴ ποὺ προσπερνάει ἀδιάφορη τὸ τέλος της,
χύνεται ἀνάμεσα στὰ μάτια καὶ τὸ μέτωπο, χάνεται
μέσα στὰ μαλλιά,
ἀγγεῖο αἱμοφόρο του ἐνδόμυχου.
Μισὸ χαμόγελο στὴ θέση του τ᾿ ἄλλο μισὸ ψηλότερα,
ἀσυμμετρίας
μειδίαμα σὰν ἕνα στραβοπόδαρο
σκαμνάκι,
ἐκεῖ γιὰ νὰ πατήσουν καὶ νὰ βγοῦν ἀπὸ τὶς τουλπανένιες ἅμαξες
οἱ τουλπανένιοι ἐπιβάτες: τὰ ὄνειρα τοῦ κοριτσιοῦ.
Τῆς πολυθρόνας τὰ μπράτσα ὑποσυνειδίζονται:
λυγίζουνε σὰν χαλαρὸ ἀγκάλιασμα στοῦ κοριτσιοῦ τὴ μέση,
γιατὶ τὸ ξέρουνε ἀκόμα καὶ οἱ πολυθρόνες
πὼς ὅποιος ὀνειρεύεται δονεῖται κι ὑπάρχουνε καὶ ὄνειρα
ποὺ σὲ πετᾶνε χάμω.
Ἐμένα ἡ μύτη μου τελειώνει ἀκριβῶς στὸ τέλος της.
Δὲν πάει αἷμα στὸ ἐνδόμυχο.
Κι οἱ ὦμοι μου συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.
Καιρὸ ἔχω νὰ μιλήσω γιὰ ὄνειρα
καιρὸ δὲν ἔχω
ὄνειρα δὲν ἔχω,
συμμετρικὴ ἀνέχεια.
Οἱ ὦμοι μου συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.
Κι ὅτι ἀντέχω τέτοια ἀνέχεια λέω μὴν εἶναι ὄνειρο.
Μὴν εἶναι ὄνειρο πῶς ὄνειρα δὲν ἔχω.
Ὄνειρο
νά῾ναι κι ἂς μὴν γυμνώνει ἀπὸ ὄνειρα.
Ὄνειρο
νά῾ναι, σπόρος νὰ περιφέρεται στὸν ὕπνο μου
κι ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ μήτρα.
Τὸ πίνω κι ἂς μὴν εἶναι πόσιμο,
ἔστω τὴ λέξη νὰ ὀνειρεύομαι καὶ δὲν ρωτάω καμιὰ Ἐξακρίβωση
ἂν εἶναι ὄνειρο πὼς ὄνειρα δὲν ἔχω.
Γιὰ νὰ μιλήσει ἡ κάθε Ἐξακρίβωση θέλει νὰ πληρωθεῖ μὲ ὄνειρα.
Κι ὄνειρα νὰ πληρώνω μιὰ ἀκόμα Ἐξακρίβωση δὲν ἔχω.
Ἡ μητέρα
μου Ὤθηση
πέθανε νέα
κι ὁ πηλὸς ποὺ εἶμαι, μὲ πιέζει νὰ σπάσω.
Ὡς πότε,
λέει, θὰ θυσιάζεται ὁ θάνατος γιὰ νὰ ζεῖς ἐσύ.
Κι ὄνειρα δὲν ἔχω νὰ πλάσω πήλινη περιφρούρηση τῆς ὕλης μου.
Καὶ τί σημαίνει ὄνειρο; Τί δηλαδὴ δὲν ἔχω;
Θά ῾ναι αὐτὸ ποὺ θέλει νά ῾χει μέσα του ὁ πηλὸς γιὰ νὰ μὴ σπάζει,
θά ῾ναι οἱ τουλπανένιοι ἐπιβάτες στὶς τουλπανένιες ἅμαξες.
Ὄνειρο
σημαίνει
φτερούγα ὕπνου ἀπὸ κερὶ ποὺ ἥλιο ἐρωτεύεται καὶ λιώνει,
φύλλα ποὺ θαυμαστὰ ἰσορροποῦν σὰν νὰ πατᾶνε σὲ κλαδιὰ
ἐνῶ τὸ βλέπεις καθαρὰ πὼς δὲν ὑπάρχει δένδρο,
ν᾿ ἀκοῦς νὰ τραγουδᾶνε χίλια ναὶ ἀπ᾿ τὸ λαρύγγι τοῦ ὄχι.
Ὄνειρο
σημαίνει
νὰ μὴν ὑπάρχουν σύνορα κι οἱ βλοσυροὶ καχύποπτοι φρουροί τους.
Ἐλεύθερα νὰ μπαίνεις σ᾿ ἄνθρωπο
κι οὔτε τὶς εἶ, οὔτε τὶς οἶδε.
Δὲν ἦρθε κι ἕνα ἀπόγευμα ποὺ νὰ μὴ γίνει βράδυ,
νὰ ἔρθει κι ἕνα ὄνειρο ποὺ νὰ μὴν γίνει ἄνθρωπος,
νὰ ἔρθει κι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴ γίνει ὄνειρο,
τὶς οἶδε, τὶς εἶ.
Ξανοίχτηκα πολὺ σὲ ὁρισμοὺς
κι εἶν᾿ ἐπικίνδυνο νὰ κλαῖς χωρὶς πυξίδα.
Φύλαγέ μου, Θέ μου, τουλάχιστον ὅσα ἔχουν πεθάνει.
57 χρόνια μετά, η Κική Δημουλά εμπνέεται και 'αναλύει' υπέροχα Το Όνειρο του
Πικάσο σ' ένα ποίημα με τίτλο Σύνδρομο (από την ποιητική της συλλογή Το
Τελευταίο Σώμα μου)
Κοιτάζοντας τὸν πίνακα τοῦ Πικάσο «Τὸ Ὄνειρο»
Ἔχω κρεμάσει αὐτὸν τὸν πίνακα σὰν δόλωμα
στὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου
μήπως τσιμπήσει τανυσμὸς γκρεμιστῆς,
τὸν ἔχω σὰν φουρνέλο
μὴ καὶ τὴν ἀνατίναζε συθέμελα
στὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου
μήπως τσιμπήσει τανυσμὸς γκρεμιστῆς,
τὸν ἔχω σὰν φουρνέλο
μὴ καὶ τὴν ἀνατίναζε συθέμελα
τὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου.
Καθιστὸ κοιμᾶται τὸ κορίτσι.
Καθιστὸς ἀπαγγιάζεις καλύτερα στὸ σῶμα σου,
εἶσαι πιὸ ἕτοιμος νὰ γίνεις δικός σου: νὰ ὀνειρευτεῖς.
Τοῦ ὑπερβατικοῦ ἡ ἀνατομία ἐπέτρεψε στὸ σῶμα αὐθαιρεσίες σάρκινες.
Κοιμᾶται τὸ κορίτσι ἐνῷ πίσω ἀπὸ τὸ χαλαρὸ φουστάνι της
ὁ ἕνας μαστὸς ἀνατέλλει γιὰ νὰ θηλάσει ἡ λαίμαργη ἀφαίρεση.
Σπασμένη τοῦ λαιμοῦ ἡ ἀντίσταση καὶ τὸ κεφάλι, ἀπελεύθερο,
σὰν γελαστὸ αὐτὶ ἀκούμπησε στὸν ὦμο
πού, περιγελαστὴς τῆς συμμετρίας, εἶναι πιὸ ὑψωμένος ἀπ᾿ τὸν ἄλλο,
στοιβάδα τόλμης.
Τὴν ὕπαρξή του ἀφουγκράζεται τὸ κορίτσι: παράνομες κλεφτὲς μετακινήσεις,
μιὰ μετατόπιση τοῦ Εἶναι λίγο πιὸ δῶ λίγο πιὸ κεῖ,
θέσεις ποὺ ἀνεφοδιάζονται μὲ θέσεις.
Ἡ μύτη,
πράσινη χαρακωτὴ γραμμὴ ποὺ προσπερνάει ἀδιάφορη τὸ τέλος της,
χύνεται ἀνάμεσα στὰ μάτια καὶ τὸ μέτωπο, χάνεται
μέσα στὰ μαλλιά,
ἀγγεῖο αἱμοφόρο του ἐνδόμυχου.
Μισὸ χαμόγελο στὴ θέση του τ᾿ ἄλλο μισὸ ψηλότερα,
ἀσυμμετρίας
μειδίαμα σὰν ἕνα στραβοπόδαρο
σκαμνάκι,
ἐκεῖ γιὰ νὰ πατήσουν καὶ νὰ βγοῦν ἀπὸ τὶς τουλπανένιες ἅμαξες
οἱ τουλπανένιοι ἐπιβάτες: τὰ ὄνειρα τοῦ κοριτσιοῦ.
Τῆς πολυθρόνας τὰ μπράτσα ὑποσυνειδίζονται:
λυγίζουνε σὰν χαλαρὸ ἀγκάλιασμα στοῦ κοριτσιοῦ τὴ μέση,
γιατὶ τὸ ξέρουνε ἀκόμα καὶ οἱ πολυθρόνες
πὼς ὅποιος ὀνειρεύεται δονεῖται κι ὑπάρχουνε καὶ ὄνειρα
ποὺ σὲ πετᾶνε χάμω.
Ἐμένα ἡ μύτη μου τελειώνει ἀκριβῶς στὸ τέλος της.
Δὲν πάει αἷμα στὸ ἐνδόμυχο.
Κι οἱ ὦμοι μου συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.
Δὲν πάει αἷμα στὸ ἐνδόμυχο.
Κι οἱ ὦμοι μου συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.
Καιρὸ ἔχω νὰ μιλήσω γιὰ ὄνειρα
καιρὸ δὲν ἔχω
ὄνειρα δὲν ἔχω,
συμμετρικὴ ἀνέχεια.
Οἱ ὦμοι μου συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.
Κι ὅτι ἀντέχω τέτοια ἀνέχεια λέω μὴν εἶναι ὄνειρο.
Μὴν εἶναι ὄνειρο πῶς ὄνειρα δὲν ἔχω.
Ὄνειρο
νά῾ναι κι ἂς μὴν γυμνώνει ἀπὸ ὄνειρα.
Ὄνειρο
νά῾ναι, σπόρος νὰ περιφέρεται στὸν ὕπνο μου
κι ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ μήτρα.
Τὸ πίνω κι ἂς μὴν εἶναι πόσιμο,
ἔστω τὴ λέξη νὰ ὀνειρεύομαι καὶ δὲν ρωτάω καμιὰ Ἐξακρίβωση
ἂν εἶναι ὄνειρο πὼς ὄνειρα δὲν ἔχω.
Γιὰ νὰ μιλήσει ἡ κάθε Ἐξακρίβωση θέλει νὰ πληρωθεῖ μὲ ὄνειρα.
Κι ὄνειρα νὰ πληρώνω μιὰ ἀκόμα Ἐξακρίβωση δὲν ἔχω.
Ἡ μητέρα
μου Ὤθηση
πέθανε νέα
κι ὁ πηλὸς ποὺ εἶμαι, μὲ πιέζει νὰ σπάσω.
Ὡς πότε,
λέει, θὰ θυσιάζεται ὁ θάνατος γιὰ νὰ ζεῖς ἐσύ.
Κι ὄνειρα δὲν ἔχω νὰ πλάσω πήλινη περιφρούρηση τῆς ὕλης μου.
Καὶ τί σημαίνει ὄνειρο; Τί δηλαδὴ δὲν ἔχω;
Θά ῾ναι αὐτὸ ποὺ θέλει νά ῾χει μέσα του ὁ πηλὸς γιὰ νὰ μὴ σπάζει,
θά ῾ναι οἱ τουλπανένιοι ἐπιβάτες στὶς τουλπανένιες ἅμαξες.
Ὄνειρο
σημαίνει
φτερούγα ὕπνου ἀπὸ κερὶ ποὺ ἥλιο ἐρωτεύεται καὶ λιώνει,
φύλλα ποὺ θαυμαστὰ ἰσορροποῦν σὰν νὰ πατᾶνε σὲ κλαδιὰ
ἐνῶ τὸ βλέπεις καθαρὰ πὼς δὲν ὑπάρχει δένδρο,
ν᾿ ἀκοῦς νὰ τραγουδᾶνε χίλια ναὶ ἀπ᾿ τὸ λαρύγγι τοῦ ὄχι.
Ὄνειρο
σημαίνει
νὰ μὴν ὑπάρχουν σύνορα κι οἱ βλοσυροὶ καχύποπτοι φρουροί τους.
Ἐλεύθερα νὰ μπαίνεις σ᾿ ἄνθρωπο
κι οὔτε τὶς εἶ, οὔτε τὶς οἶδε.
Δὲν ἦρθε κι ἕνα ἀπόγευμα ποὺ νὰ μὴ γίνει βράδυ,
νὰ ἔρθει κι ἕνα ὄνειρο ποὺ νὰ μὴν γίνει ἄνθρωπος,
νὰ ἔρθει κι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴ γίνει ὄνειρο,
τὶς οἶδε, τὶς εἶ.
Ξανοίχτηκα πολὺ σὲ ὁρισμοὺς
κι εἶν᾿ ἐπικίνδυνο νὰ κλαῖς χωρὶς πυξίδα.
Φύλαγέ μου, Θέ μου, τουλάχιστον ὅσα ἔχουν πεθάνει.
ΙΙβ
Η Εικόνα του Πάμπλο Πικάσο αναλύεται σε Λέξεις της Κικής Δημουλά. Οι λέξεις μετατρέπονται σε Νότες του Σάκη Παπαδημητρίου. Κι οι νότες μετουσιώνονται σε Ήχο με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη.
3 σχόλια:
Πραγματικά υπέροχη ανάρτηση !!!
Ευχαριστούμε πολύ Ιωάννα και καλή συνέχεια !!!
Εξαιρετική ανάρτηση !!!
Σε ευχαριστώ για την ιδέα σου που με καθήλωσε ...
Πολύ ωραίο!! :)
Δημοσίευση σχολίου