―Παρακαλῶ, κύριε ἀστυφύλακα· ἐδῶ ἀπάνω, στὸ φράχτη, κοντὰ στὸν δρόμο, ἔχουν ρίψει ἕνα ψοφίμι, ἕνα μεγάλο σκυλί… Μὲ τέτοια ζέστη, Ἰούλιον μῆνα… Θὰ μᾶς κολλήσῃ πανούκλα ὅλους ἐδῶ… Ἴσα-ἴσα στὸ ψήλωμα, ἐδῶ, ποὺ εἶν᾿ ἐξοχικὸ μέρος… ὅπου ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι νὰ πάρουν λίγον ἀέρα καθαρόν.
Ὁ ὁμιλῶν ―ὁ κύριος Α.― ἦτο παχύμισθος ὑπάλληλος τῆς Κυβερνήσεως. Τὸ δημόσιον τοῦ ἔδιδε, διὰ τὰς ἐκδουλεύσεις του, ὑπὲρ τὰς τριακοσίας δραχμὰς τὸν μῆνα. Ἀλλὰ τὰς δραχμὰς αὐτὰς τὰς ἐθεώρει ὡς ἱερὰς καὶ δὲν ἀπεφάσιζε ν᾿ ἀποκόψῃ λεπτὰ δι᾿ ἕνα πτωχὸν λοῦστρον, ὅπως σκάψῃ λάκκον καὶ θάψῃ τὸ ψοφίμι. Τοιαύτη θυσία θὰ τοῦ ἐφαίνετο ἴσως μᾶλλον ἱεροσυλία. Ἡ δὲ οἰκία του ἔκειτο πλησιέστατα ἐκεῖ, καὶ ἦτο ὁ πρῶτος ἐνδιαφερόμενος.
Ὅθεν ἀπηυθύνθη εἰς τὸν ὑπ᾿ ἀριθ. 3 χιλιάδας τόσα ἀστυφύλακα. Ὁ ἀστυφύλαξ ἐφόρει λευκά, κ᾿ ἐσύχναζεν εἰς τὸ ἐγγὺς καφενεδάκι. Ἀπήντησε δὲ λίαν προθύμως καὶ φιλοφρόνως:
―Μάλιστα· τώρα, νὰ ποῦμε εἰς ἕνα ἀστυφύλακα ―μπορῶ νὰ πάω κ᾿ ἐγώ― νὰ πάρῃ κ᾿ ἕνα σκουπιδιάρη, νὰ πᾶν νὰ τὸ πετάξουν ἀποκεῖ.
Κ᾿ ἐκάθισε στὸ καφενεδάκι, διὰ νὰ διαβάσῃ τὰ νέα τῆς ἡμέρας.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ κύριος Α. ἀπηυθύνθη, ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ καφετζῆ, πρὸς τὸν ὑπάλληλον τοῦ καφενείου, καὶ τοῦ εἶπε:
―Δὲν σᾶς ἦρθε σᾶς ἡ βρώμα;… Εἰπὲ τοῦ κὺρ Τάσου (τὸ ὄνομα τοῦ καφετζῆ) νὰ λάβῃ τὰ μέτρα του… διὰ νὰ μὴν ἀρρωστήσῃ ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος ποὺ ἔρχεται νὰ πάρῃ τὸν ἀέρα του ἐδῶ ἐπάνω.
Ὁ μικρὸς ὑπάλληλος ἔσεισε τὴν κεφαλήν, ὡς νὰ ἦθελε νὰ εἴπῃ:
«Δὲν βαριέσθε: Καὶ ποιὸς θὰ φροντίσῃ; Ὅ,τι ἐφροντίσατε σεῖς, ὁ πρῶτος ποὺ ἀνεκαλύψατε αὐτὸ τὸ σπάνιον φαινόμενον».
*
Ὁ ἀστυφύλαξ, ὡς νὰ ἐκεντρίσθηκε ἀπὸ τὴν δευτέραν αὐτὴν ἀναψηλάφησιν τοῦ ζητήματος, ἐσηκώθη, ἐκοίταξε τριγύρω, καὶ εὐτυχῶς ἐξάνοιξε μακρὰν ἕνα συνάδελφόν του, βαίνοντα εἰς πλάγιόν τινα δρόμον. Τὸν ἔκραξε, κ᾿ ἐκεῖνος ἦλθε.
―Νὰ σοῦ πῶ, τοῦ λέγει: πᾷς στὸ Τμῆμα, νὰ πῇς τοῦ σκοποῦ, νὰ πῇ τοῦ σταθμάρχη, νὰ στείλῃ ἕνα ἀστυφύλακα, νὰ βρῇ ἕνα σκουπιδιάρη, νὰ πᾶν ἐδῶ παραπάνω, ποὺ λέει ὁ κύριος ἐδῶ… εἶν᾿ ἕνα σκυλὶ ψόφιο… νὰ τὸ πάρουν ἀπ᾿ ἐκεῖ, νὰ τὸ πετάξουν πουθενά;
―Καλά.
Καὶ ὁ β´ ἀστυφύλαξ ἐκινήθη βραδύς, κατερχόμενος τὸν δρόμον.
*
Τὴν νύκτα, ὅταν ὁ κ. Α. ἀπεσύρετο διὰ νὰ ἀπέλθῃ οἴκαδε, εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἔστρεψε τὰ ὄμματα καὶ τὴν ρῖνα πρὸς τὸ μέρος ὅπου εἶχεν ἰδεῖ τὸ δυσάρεστον πρᾶγμα τὸ πρωί. Τὸ ψοφίμι ἦτο ἀκόμη ἐκεῖ, ἀναδίδον λοιμώδη ὀσμήν. Ὁ ἄνθρωπος, ἐν μεγάλῃ ἀδημονίᾳ, ἔκλεισε τὰ παράθυρά του, κ᾿ ἐκοιμήθη. Τὴν ἄλλην πρωίαν, εἰς τὸ μικρὸν καφενεῖον ηὗρε πάλιν τὸν ἀστυφύλακα.
―Δὲν ἐκάματε τίποτε γιὰ τὸ ψοφίμι ποὺ σᾶς εἶπα;
―Μάλιστα· ἔστειλα εἴδηση στὸν σκοπό… ν᾿ ἀναφέρῃ στὸν σταθμάρχη… νὰ στείλῃ ἕνα ἀστυφύλακα ―μποροῦσα νὰ πάω κ᾿ ἐγώ― νὰ πάρῃ ἕνα σκουπιδιάρη, νὰ πᾶν νὰ λάβουν μέτρα… Καὶ δὲν τὸ πέταξαν;
―Πεταμένο εἶναι ἀπὸ προχθές· μᾶλλον ἔπρεπε νὰ τὸ θάψουν.
―Ἂς εἶναι, θὰ φροντίσω· τώρα πάω στὸ τμῆμα.
*
Τὴν ἑσπέραν, ὅταν ὁ κυβερνητικὸς ὑπάλληλος ἐπανήρχετο εἰς τὴν οἰκίαν του, τὸ ψοφίμι ἦτο πάντοτε ἐκεῖ, δηλητηριάζον τὸν ἀέρα μὲ τὴν δυσωδίαν του.
Τὸ πρωί, ὁ κ. Α. πρὸς τὸν α´ ἀστυφύλακα:
―Μὰ δὲν ἔγινε τίποτε γιὰ τὸ ψοφίμι… Ζήτημα, βλέπω, κατήντησε κι αὐτό… Καλὰ ποὺ δὲν συνεδριάζει πλέον ἡ Βουλή, διὰ νὰ γίνῃ ἐπερώτησις.
―Τί; Δὲν τὸ σήκωσαν ἀποκεῖ; Περίεργο! Ἐγὼ ἔλαβα μέτρα. Ἂς εἶναι, ἡσυχάσατε. Σήμερα, χωρὶς ἄλλο. Πάω ἐπίτηδες νὰ τοὺς βιάσω, νὰ στείλουν ἕνα ἀστυφύλακα ―μπορῶ νὰ πάω καὶ μόνος μου― μὲ ἕνα σκουπιδιάρη.
*
Τὴν ἑπομένην νύκτα, ἀκόμη τὸ ψοφίμι ἦτο ἐκεῖ. Εὐτυχῶς εἶχε συννεφιάσει, καὶ ἤστραπτε ραγδαίως πρὸς τὸν Μαΐστρον, εἰς τὰ ΒΔ τοῦ ὁρίζοντος. Ὁ κ. Α. μόλις ἐπρόλαβε νὰ φθάσῃ εἰς τὴν οἰκίαν, νὰ κλείσῃ τὰ παράθυρα, κ᾿ ἐνέσκηψε σφοδροτάτη θύελλα, ἄνεμος καὶ βροχή, δροσιστικὴ καὶ παρήγορος. Τὸ πρωί, ἀνάμεσα εἰς τὸ ἠλλοιωμένον ὑγρὸν ἔδαφος, μόλις ἐφαίνοντο πλέον τὰ ἴχνη τοῦ θνησιμαίου σκύλου, ὀλίγα μόνον γυμνὰ κόκκαλα τοῦ σκελετοῦ· ἡ ραγδαία βροχὴ εἶχε παρασύρει τὰς σαπρὰς σάρκας, καὶ εἶχε διαλύσει τὴν δυσοσμίαν.
Κ᾿ ἔτσι δὲν ἔγινεν ἐπερώτησις εἰς τὴν Βουλήν. Μόνον ἔγινε χρονογράφημα εἰς ἐφημερίδα.
1906
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
(1851-1911)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου