21/2/23

Τα τσερκένια...

Ο αφηγητής -γέρος πια και πρόσφυγας στην Αθήνα- νοσταλγικά περιγράφει τα παιδικά του βιώματα στη Σμύρνη των αρχών του 20ού αιώνα, στη γειτονιά του Χατζηφράγκου. Αναφέρεται στο έθιμο των χαρταετών, τα λεγόμενα τσερκένια, και το πέταγμά τους στον ουρανό, δημιουργώντας την αίσθηση μιας ιπτάμενης πολιτείας...





"  Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.

Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα -ήτανε αντέτι (έθιμο)- και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ’ Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά (οικόπεδο) του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε (αιωρούνταν). Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.

Δημήτρης Μυταράς

O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι... Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι -όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά (απάτη)- συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά (ουρά) του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες (τούμπες) -να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα-και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλιτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς (η κεντρική ξύλινη βέργα του χαρταετού) στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.

Γιάννης Μαγγανάρης

Mα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε (τεντώναμε), κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ’παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί (χοντρός σπάγγος), κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ’ναι ισοπαλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.
Σπύρος Βασιλείου


Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο -μισό τσέρκι, δηλαδή-με την κόρδα (χορδή) και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του -αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού- ήτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός ήτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ’ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.

Νίκος Χατζηκυριάκος

Tο πιο φτηνό τσερκένι ήτανε ο Tούρκος: ένα μονοκόμματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ’ άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι (είδος κόλλας). Aκόμα πιο ακριβός ήτανε ο Έλληνας. Bλέπεις για την ελληνικιά παντιέρα, χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός στη μια γωνιά, και ήθελε δουλειά το κόλλημα. Στο κόστος τού παράβγαινε ο Aμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες, και τ’ άστρα στη γωνιά. Mα πιο ακριβό απ’ ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι (οχτώ μεταλλίκια), μπορεί και δέκα μεταλλίκια (νομίσματα) -σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο- ήτανε το μπακλαβουδωτό. Oύλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Eξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να ’ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι... Aκριβούτσικο ήτανε κι ο ουρανός με τ’ άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ’ άστρα και οι κομήτες τ’ ουρανού. Kαι πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου. Aυτά, τ’ αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Tα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλειά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Tα μάτωνε. Aμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.

Αλέκος Φασιανός


Aυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Nα, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Xριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Kάτι τέτοιο ήτανε.

Γιάννης Τσαρούχης

Aυτά είχα να σου πω. Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό. " 



...από το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη
"Στου Χατζηφράγκου" 1963



26/12/22

Στην Παλιά Κακοπετριά



Το χωριό Κακοπετριά...
Καλοκαιρινό θέρετρο ιδανικό και για αγροτουρισμό. Στους πρόποδες του όρους Τροόδους. Βρίσκεται ανάμεσα στις όχθες των ποταμών Καρκώτη & Γαρίλλη, οι οποίοι, ενώνονται μες το χωριό σχηματίζοντας τον ποταμό Κλάριο που διασχίζει την Κοιλάδα της Σολέας. Κατά τους μεσαιωνικούς χρονογράφους, παλαιοί χάρτες την αναφέρουν ως Cacopetria ή Chachopetria. Ωστόσο, ανασκαφές δείχνουν ότι κατοικήθηκε νωρίτερα, κατά τη Βυζαντινή περίοδο γύρω στον 6ο-7ο αι.

Η παλιά Κακοπετριά... 
Χτισμένη ανάμεσα στους δύο πιο πάνω ποταμούς έχει ανακηρυχθεί ως χώρος προστατευόμενης πολιτιστικής κληρονομιάς δείγμα αρχέγονης λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Τρεις οι εκδοχές για την ονομασία 'Κακοπετριά'
1. Εξαιτίας της βραχώδους και δύσβατης τοποθεσίας της τις παλιές εποχές. 
2. Εξαιτίας μιας μεγάλης πέτρας στο γεφύρι στην είσοδο του χωριού, γνωστής ως Πέτρα του Ανδρογύνου. Κατά την παράδοση, αφού πρώτα έκαναν τον γύρο της τα νιόπαντρα ζευγάρια κάθονταν πάνω της για να δεχτούν ευχές να στεριώσει ο γάμος τους σαν πέτρα. Όμως μια μέρα η πέτρα κατρακύλησε και πλάκωσε ένα νιόπαντρο ζευγάρι... εξ ου και η ονομασία. Τόσο ο θρύλος αυτός όσο και το ιερό που ανασκάφηκε στην περιοχή, μας παραπέμπουν στη λατρεία της Αφροδίτης.
3. Μια φορά κι έναν καιρό ένας άρχοντας της Μαραθάσας είχε 3 γιους: τον Νίκο, τον Παναγιώτη και τον Πετρή. Ο Πετρής, όντας άτακτος, ανυπόφορος και κακός, εστάλη από τον πατέρα του στην άλλη πλευρά του βουνού, στην περιοχή του παλιού χωριού, μετά από απαίτηση των αδελφών του που τον είχαν βαρεθεί. Έτσι, ο Κακός Πετρής ήταν ο πρώτος οικιστής του χωριού που ονομάστηκε Κακοπετριά. Ο Νίκος ήταν ο ιδρυτής του χωριού Οίκος (χωρίς το Ν) ενώ ο Παναγιώτης -καλός και πονετικός- ίδρυσε το χωριό Καλοπαναγιώτης.  

Η Πέτρα του Αντρογύνου


Καταρράχτης Πέτρας ανδρογύνου


Μικρή περιδιάβαση ανάμεσα στα μονοπάτια 
και τις φυσικές ομορφιές





Η Κακοπετριά είναι ιδανική για τους λάτρεις της φύσης
με τα διάφορα μονοπάτια της ανάμεσα στα δέντρα και τα ποτάμια της

Μια ανάσα για τους κουρασμένους
...πριν ανηφορίσουν
 
για την...


Γραφικά στενά, λιθόστρωτα δρομάκια, διώροφα σπίτια με ξύλινα μπαλκόνια χτισμένα κυρίως από τοπικό πέτρωμα και πλιθάρια σκεπάζονται με επικλινείς και κεραμιδένιες στέγες


Τα σπίτια απέχουν μεταξύ τους μια ανάσα 
έτσι που οι στέγες τους να είναι κομμάτι ενός νοητού δρόμου












Ο κάτω όροφος χρησιμοποιούνταν κυρίως ως αποθήκη 
με μεγάλα πιθάρια για τη φύλαξη του κρασιού και άλλων προϊόντων 
είτε ως χώρος φύλαξης των ζώων



Παντού, τα χαρακτηριστικά μπαλκονο-πορτο-παράθυρα

















Η Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος
κτίσμα του 1520
Στην αυλή της στεγάζεται το 
Μουσείο 'Ελιόμυλος'
ο οποίος αποκαταστάθηκε στα πλαίσια του Προγράμματος:
Η παράδοση του ψωμιού, του λαδιού και του κρασιού
Ελιόμυλος                  &               Νερόμυλος
 

Γύρω όψεις 




Για τέλος, 
ένα γλυκό κέρασμα για όλα τα γούστα
από την Παλιά συνοικία της Κακοπετριάς 



Οκτώβρης 2022
Εικόνες από ένα σύντομο ταξίδι στην Κύπρο
Και του χρόνου... σπίτια μας!